"Είπαμε, το πρώτο μπάνιο το κάνουμε του Αγίου Πνεύματος" μας έλεγε η γιαγιά μου η Κασσιανή μόλις ζέσταινε ο καιρός και αρχίζαμε τη γκρίνια πότε θα κατέβουμε στη θάλασσα επιτέλους.
Κι εμείς πια δεν είχαμε άλλο βιολί κάθε μέρα πότε θα έρθει το Αγιο Πνεύμα στο σπίτι μας να πάμε στη θάλασσα κι η γιαγιά μου η Κασσιανή απελπιζότανε που ήμαστε τόσο χαζοί και λέγαμε βλακείες αλλά τι να κάνει; Να μας πνίξει στη μπανιέρα δε γινότανε αλλά τα έβαζε με τη μάνα μου που δεν μας έδινε λέει χριστιανική ανατροφή αλλά μας έκανε όλα τα χατήρια και μας χάλαγε κι αυτή της απαντούσε "τι λέτε μητέρα μικρά παιδιά είναι πού να ξέρουν περί Αγίου Πνεύματος"
και δώστου μας χαϊδολογούσε χωρίς να μας εξηγεί περί αυτού του πνεύματος που είχε αγιάσει και ήτανε κάτι σαν περιστέρι αλλά όχι ακριβώς.
Και πάντα μετά από αυτές τις γκρίνιες η γιαγιά μου η Κασσιανή έδινε λεφτά στη μάνα μου να μας ψωνίσει τα μπανιερά μας και ότι άλλο χρειαζόμαστε για να είμαστε πολύ ωραίοι στη θάλασσα και μας έσφιγγε στην αγκαλιά της σα να ήθελε να μας σκάσει αλλά εμείς ποτέ δε σκάσαμε.
Τέλος πάντων κάθε φορά αυτό το Αγιο Πνεύμα ερχόταν Δευτέρα και δεν είχαμε σχολείο κι εμείς οικογενειακώς κατεβαίναμε στη θάλασσα με το αυτοκίνητο του θείου Μίμη που ήτανε τεράστιο και μας χώραγε όλους. Μπροστά καθότανε σαν το Βούδα η γιαγιά μου η Κασσιανή με μια απαίσια καπελαδούρα ψάθινη και η μάνα μου έκανε νόημα στον πατέρα μου ότι ήτανε σαν τη θεία απ' το Σικάγο και γελάγανε κρυφά.
Είχανε μια μανία οι μεγάλοι να τραγουδάνε κάτι σαχλά τραγούδια "άστα τα μαλλάκια σου ανακατωμένα" και τέτοια και η μάνα μου έκανε πρώτη φωνή και όλοι θαυμάζανε κι εμάς μας έπαιρνε ο ύπνος μέσα στο αυτοκίνητο που κατέβαινε τη λεωφόρο Συγγρού για να πάμε στο Φάληρο.
Ολο στο Φάληρο πηγαίναμε και μας άρεσε πολύ γιατί είχαμε φίλους εκεί πέρα αλλά μία φορά είχαμε πάει και στη Χαλκίδα και κάναμε μπάνιο μπροστά σ' ένα ωραίο κόκκινο σπίτι που το είχε ένα κύριος φίλος του παππού μου που είχε πεθάνει κι αυτός και πολύ μας άρεσε. Οχι που είχε πεθάνει ο κύριος με το κόκκινο σπίτι αλλά η θάλασσα και η Χαλκίδα που είχε και ωραία ψάρια και κάτι ψαράδες βγάζανε και αχιβάδες. Και είχε και τα νερά που πηγαίνανε πέρα - δώθε και μέχρι σήμερα έτσι κάνουνε.
Εκείνη τη φορά στη Χαλκίδα που πήγαμε μας βάρεσε ο ήλιος στο κεφάλι εμένα και τον αδελφό μου γιατί δεν φοράγαμε με κανένα τρόπο τα καπέλα μας και κυνηγιόμαστε στην παραλία σαν τα τρελλά κι όλο ρίχναμε άμμο πάνω στη γιαγιά μου την Κασσιανή που έκανε, λέει, αμμόλουτρο και είχε χωθεί μέσα στην άμμο και ήτανε μόνο το κεφάλι της έξω με την καπελαδούρα και το είχαμε βρει παιχνίδι να της ρίχνουμε άμμο αποπάνω. Αλλά κάναμε και κάστρα πάνω στην άμμο και είχαμε καινούργια κουβαδάκια και φτυράκια κόκκινα εγώ κίτρινα ο αδελφός μου και κάθε χρόνο παίρναμε καινούργια κόκκινα και κίτρινα.
Η μάνα μου που ήτανε πολύ άσπρη πασαλειβότανε με Νιβέα και ο πατέρας μου της έβαζε στην πλάτη και μια φορά της έδωσε κι ένα φιλί και εμείς καθόμαστε σαν τους χαζούς να τους κοιτάμε.
Κι εμείς ήμασταν πολύ άσπροι αλλά επειδή σιχαινόμαστε τις Νιβέες και τα φιλιά μόλις κατεβαίναμε από τ' αυτοκίνητο τρέχαμε σαν τα παλαβά πέρα δώσε και πετάγαμε τα ρούχα μας στην άμμο. "Σταθείτε βρε μην ξεβρακωνόσαστε, βάλτε τα μπανιερά σας σωστά" φώναζε η γιαγιά μου η Κασσιανή και ο θείος Μίμης με τον πατέρα μου κατεβάζανε μισή ώρα από τ' αυτοκίνητο όλο το νοικοκυριό της γιαγιάς μου της Κασσιανής που το παίρναμε μαζί μας κάτι πολυθρόνες πάνινες, ένα ξύλινο τραπέζι, μια μεγάλη ομπρέλλα και μία μικρή, φαγιά, πετσέτες, κουλούρες, βατραχοπέδιλα, κουβαδάκια, απόχες, το καλάμι του ψαρέματος του θείου Μίμη, το κουτί με τα φάρμακα για τις τσούχτρες και τις μέλισσες, το τρανζίστορ και το φουσκωτό στρώμα που μας είχε φέρει δώρο η θεία Ελένη. Και μετά κατέβαζαν τα ποδήλατά μας γιατί δεν πηγαίναμε πουθενά χωρίς αυτά αλλά ποτέ δεν κάναμε γιατί η θάλασσα είναι πιο μαγική απ' το ποδήλατο που κάνεις και στο σπίτι σου.
Εμάς όμως καθόλου δεν μας ένοιζε τι κουβαλάγανε αυτοί με το νοικοκυριό της γιαγιάς μου της Κασσιανής. Μόλις βλέπαμε τη θάλασσα έτσι γαλάζια και λαμπερή μας έπιανε κάτι σαν τρέλλα και θέλαμε αν γινότανε να πέσουμε μέσα με τα ρούχα αλλά που να πέσουμε με τους δυο κέρβερους τη γιαγιά μου την Κασσιανή και τη μάνα μου που μας προσέχανε πώς και τι. Είναι το πρώτο μπάνιο πρέπει να προσέχετε φώναζε η γιαγιά μου η Κασσιανή και μεις λέγαμε από μέσα μας "άντε να χωθείς εσύ στην άμμο να τελειώνουμε" και δεν προσέχαμε καθόλου ποτέ.
Αλλά πού να προσέχεις άμα η θάλασσα κάθεται εκεί πέρα και σου γελάει. Εχεις μυαλό να προσέχεις;
Και τώρα που μεγαλώσαμε μυαλό δε βάλαμε. Μόλις βλέπουμε θάλασσα θέλουμε να πέσουμε μέσα με τέτοιο ωραίο καιρό.
Αντε καλά μπάνια και φέτος !!!
από trelamenigata.blogspot.gr/2012/06/blog-post.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου