Ενας βουλευτής λίγο πριν από την κρίσιμη ψηφοφορία για το Μεσοπρόθεσμο
Αρθρο του Συμεων Κεδικογλου στα ΝΕΑ
Οι στιγμές είναι, όντως, πρωτόγνωρες, κρίσιμες. Και ο πολιτικός χρόνος συμπυκνωμένος. Γι' αυτό απαιτείται ψυχραιμία και υπευθυνότητα από όλους μας. Το δίλημμα όμως που τίθεται είναι αν τελικά θέλουμε ένα κράτος σύγχρονο, ευρωπαϊκό ή μια απομονωμένη χώρα των Βαλκανίων. Εάν τα εξετάζουμε όλα υπό αυτό το πρίσμα, οι απαντήσεις θα είναι πιο απλές και πιο ξεκάθαρες.
Εγιναν λάθη αυτούς τους είκοσι μήνες; θα ρωτήσει κανείς. Προφανώς. Δεν χτυπήσαμε όσο
γρήγορα θα έπρεπε τη φοροδιαφυγή, προχωρήσαμε σε οριζόντιες και όχι στοχευμένες περικοπές υπό το κράτος της πίεσης. Ψηφίστηκαν νόμοι που άργησαν να εφαρμοστούν. Πρώτη όμως φορά γίνεται, επιτέλους, προσπάθεια από μια κυβέρνηση να βάλει τάξη στα κακώς κείμενα δεκαετιών σε σύντομο χρονικό διάστημα. Και αυτό, προφανώς, προκαλεί αντιδράσεις. Θα έπρεπε να εξηγήσουμε στον πολίτη νωρίτερα και πιο καθαρά το διακύβευμα για τη χώρα. Οτι είμαστε σε έναν οικονομικό πόλεμο, άγνωστης διάρκειας και με αποτέλεσμα που δεν είναι δεδομένο, αλλά εξαρτάται από εμάς τους ίδιους.
Αραγε, χρειαζόταν το Μνημόνιο για να καταλάβουμε ότι πρέπει, επιτέλους, να μειώσουμε τις σπατάλες, τη γραφειοκρατία στο Δημόσιο, να έχουμε πλεονασματικούς προϋπολογισμούς, να αξιοποιήσουμε την ακίνητη περιουσία, να κλείσουμε τους άχρηστους οργανισμούς;
Φυσικά, από μόνο του το Μνημόνιο δεν αρκεί. Θα πρέπει να ενταχθεί σε ένα ευρύτερο σχέδιο ανασυγκρότησης της χώρας, εκσυγχρονισμού του πολιτικού συστήματος και ενός νέου αναπτυξιακού μοντέλου.
Τον τελευταίο καιρό, κάτω από έναν λαϊκισμό που διαπερνά τα πάντα, έχουμε ακούσει ερμηνείες που θα κάνουν τον ιστορικό του μέλλοντος να απορεί. Ο,τι πιο ανορθολογικό και συνωμοσιολογικό, ανασύρθηκε στην επιφάνεια, έγινε μέρος του δημόσιου λόγου. Από τα κεφάλαια της Κίνας και της Ρωσίας μέχρι τα πετρέλαια που θα μας έδινε ο Τσάβες. Ακόμα και μόδα με εξώδικα δημιουργήθηκε, λες και τα μεγάλα πολιτικά προβλήματα θα λυθούν με νομικίστικους τρόπους. Ακούσαμε οτιδήποτε, αρκεί να μην αντιμετωπίσουμε τη σκληρή πραγματικότητα.
Αφήνοντας λοιπόν τις θεωρητικές συζητήσεις για το χρέος, οι οποίες απλώς μας αποπροσανατολίζουν, να πούμε ότι χωρίς δουλειά, χωρίς κόπο και υπερπροσπάθεια, η χώρα δεν σώζεται. Σε εμάς, τους πολιτικούς, μένει να παλεύουμε ώστε οι θυσίες του ελληνικού λαού να γίνονται υπό το κράτος της κοινωνικής δικαιοσύνης.
Η σημερινή αγανάκτηση είναι μάλλον ετεροχρονισμένη. Μακάρι να είχε ξεσπάσει λίγα χρόνια νωρίτερα, όταν δανειζόμασταν απερίσκεπτα και ξοδεύαμε χρήματα στη διαφθορά και το πελατειακό κράτος. Αλλά και τους πανεπιστημιακούς που σήμερα εξεγείρονται, δεν τους άκουσα όλα τα προηγούμενα χρόνια να «αγανακτούν» για την κατάσταση στα ελληνικά πανεπιστήμια. Ενα από τα τελευταία ψηφίσματα της πλατείας ζητούσε να φύγει η κυβέρνηση, η τρόικα, να φύγει και το χρέος. Αν τα δύο πρώτα μπορούμε να τα συζητήσουμε, το χρέος δεν φεύγει δυστυχώς με μια επίκληση.
Αυτές τις ημέρες και καθώς διαδραματίζονται μάχες οπισθοφυλακής για να μη χαθούν κεκτημένα, είναι ίσως η πρώτη φορά που πρέπει να δούμε χωρίς αυταπάτες την πραγματικότητα. Υπάρχουν δύο Ελλάδες και οι δύο αγανακτισμένες. Η μία που θέλει να μείνουν τα πράγματα όπως έχουν και το ευρύτερο Δημόσιο να καταναλώνει κάθε χρόνο περισσότερα από όσα εισπράττει. Και η άλλη, που μοχθεί και πληρώνει κανονικά φόρους χωρίς κρατική ανταπόδοση και υπέρογκες ασφαλιστικές εισφορές σε ένα σύστημα γεμάτο μαύρες τρύπες. Η Ελλάδα που τελικά θέλει να αλλάξει όλα όσα την κρατούν σε υστέρηση.
Ζούμε το τέλος μιας εποχής που διακόπηκε απότομα και αφήνει πίσω της, ανάμεικτες, οργή και νοσταλγία. Υπάρχει όμως η φυγή προς το μέλλον και η φυγή προς το παρελθόν. Ας διαλέξουμε λοιπόν με ποια Ελλάδα είμαστε: του παρελθόντος ή του μέλλοντος;
Ο Συμεών Κεδίκογλου είναι βουλευτής ΠΑΣΟΚ Ευβοίας.
Αρθρο του Συμεων Κεδικογλου στα ΝΕΑ
Οι στιγμές είναι, όντως, πρωτόγνωρες, κρίσιμες. Και ο πολιτικός χρόνος συμπυκνωμένος. Γι' αυτό απαιτείται ψυχραιμία και υπευθυνότητα από όλους μας. Το δίλημμα όμως που τίθεται είναι αν τελικά θέλουμε ένα κράτος σύγχρονο, ευρωπαϊκό ή μια απομονωμένη χώρα των Βαλκανίων. Εάν τα εξετάζουμε όλα υπό αυτό το πρίσμα, οι απαντήσεις θα είναι πιο απλές και πιο ξεκάθαρες.
Εγιναν λάθη αυτούς τους είκοσι μήνες; θα ρωτήσει κανείς. Προφανώς. Δεν χτυπήσαμε όσο
γρήγορα θα έπρεπε τη φοροδιαφυγή, προχωρήσαμε σε οριζόντιες και όχι στοχευμένες περικοπές υπό το κράτος της πίεσης. Ψηφίστηκαν νόμοι που άργησαν να εφαρμοστούν. Πρώτη όμως φορά γίνεται, επιτέλους, προσπάθεια από μια κυβέρνηση να βάλει τάξη στα κακώς κείμενα δεκαετιών σε σύντομο χρονικό διάστημα. Και αυτό, προφανώς, προκαλεί αντιδράσεις. Θα έπρεπε να εξηγήσουμε στον πολίτη νωρίτερα και πιο καθαρά το διακύβευμα για τη χώρα. Οτι είμαστε σε έναν οικονομικό πόλεμο, άγνωστης διάρκειας και με αποτέλεσμα που δεν είναι δεδομένο, αλλά εξαρτάται από εμάς τους ίδιους.
Αραγε, χρειαζόταν το Μνημόνιο για να καταλάβουμε ότι πρέπει, επιτέλους, να μειώσουμε τις σπατάλες, τη γραφειοκρατία στο Δημόσιο, να έχουμε πλεονασματικούς προϋπολογισμούς, να αξιοποιήσουμε την ακίνητη περιουσία, να κλείσουμε τους άχρηστους οργανισμούς;
Φυσικά, από μόνο του το Μνημόνιο δεν αρκεί. Θα πρέπει να ενταχθεί σε ένα ευρύτερο σχέδιο ανασυγκρότησης της χώρας, εκσυγχρονισμού του πολιτικού συστήματος και ενός νέου αναπτυξιακού μοντέλου.
Τον τελευταίο καιρό, κάτω από έναν λαϊκισμό που διαπερνά τα πάντα, έχουμε ακούσει ερμηνείες που θα κάνουν τον ιστορικό του μέλλοντος να απορεί. Ο,τι πιο ανορθολογικό και συνωμοσιολογικό, ανασύρθηκε στην επιφάνεια, έγινε μέρος του δημόσιου λόγου. Από τα κεφάλαια της Κίνας και της Ρωσίας μέχρι τα πετρέλαια που θα μας έδινε ο Τσάβες. Ακόμα και μόδα με εξώδικα δημιουργήθηκε, λες και τα μεγάλα πολιτικά προβλήματα θα λυθούν με νομικίστικους τρόπους. Ακούσαμε οτιδήποτε, αρκεί να μην αντιμετωπίσουμε τη σκληρή πραγματικότητα.
Αφήνοντας λοιπόν τις θεωρητικές συζητήσεις για το χρέος, οι οποίες απλώς μας αποπροσανατολίζουν, να πούμε ότι χωρίς δουλειά, χωρίς κόπο και υπερπροσπάθεια, η χώρα δεν σώζεται. Σε εμάς, τους πολιτικούς, μένει να παλεύουμε ώστε οι θυσίες του ελληνικού λαού να γίνονται υπό το κράτος της κοινωνικής δικαιοσύνης.
Η σημερινή αγανάκτηση είναι μάλλον ετεροχρονισμένη. Μακάρι να είχε ξεσπάσει λίγα χρόνια νωρίτερα, όταν δανειζόμασταν απερίσκεπτα και ξοδεύαμε χρήματα στη διαφθορά και το πελατειακό κράτος. Αλλά και τους πανεπιστημιακούς που σήμερα εξεγείρονται, δεν τους άκουσα όλα τα προηγούμενα χρόνια να «αγανακτούν» για την κατάσταση στα ελληνικά πανεπιστήμια. Ενα από τα τελευταία ψηφίσματα της πλατείας ζητούσε να φύγει η κυβέρνηση, η τρόικα, να φύγει και το χρέος. Αν τα δύο πρώτα μπορούμε να τα συζητήσουμε, το χρέος δεν φεύγει δυστυχώς με μια επίκληση.
Αυτές τις ημέρες και καθώς διαδραματίζονται μάχες οπισθοφυλακής για να μη χαθούν κεκτημένα, είναι ίσως η πρώτη φορά που πρέπει να δούμε χωρίς αυταπάτες την πραγματικότητα. Υπάρχουν δύο Ελλάδες και οι δύο αγανακτισμένες. Η μία που θέλει να μείνουν τα πράγματα όπως έχουν και το ευρύτερο Δημόσιο να καταναλώνει κάθε χρόνο περισσότερα από όσα εισπράττει. Και η άλλη, που μοχθεί και πληρώνει κανονικά φόρους χωρίς κρατική ανταπόδοση και υπέρογκες ασφαλιστικές εισφορές σε ένα σύστημα γεμάτο μαύρες τρύπες. Η Ελλάδα που τελικά θέλει να αλλάξει όλα όσα την κρατούν σε υστέρηση.
Ζούμε το τέλος μιας εποχής που διακόπηκε απότομα και αφήνει πίσω της, ανάμεικτες, οργή και νοσταλγία. Υπάρχει όμως η φυγή προς το μέλλον και η φυγή προς το παρελθόν. Ας διαλέξουμε λοιπόν με ποια Ελλάδα είμαστε: του παρελθόντος ή του μέλλοντος;
Ο Συμεών Κεδίκογλου είναι βουλευτής ΠΑΣΟΚ Ευβοίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου