Σε πρόσφατο άρθρο του πρώην Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίμων του ΣΥΡΙΖΑ, κ. Ευάγγελου Αποστόλου, με τίτλο «Η ανάδειξη των εμπράγματων δικαιωμάτων το στοίχημα για τους Δασικούς Χάρτες και το Εθνικό Κτηματολόγιο», επιχειρείται μια προσπάθεια εξαπάτησης της κοινής γνώμης αναφορικά με την προσπάθεια ορισμένων περιοχών -ανάμεσα σε αυτές και του Δήμου Καρύστου- να ενταχθούν στις εξαιρέσεις του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 62 του Ν. 998/1979 (Δασικός Κώδικας), όπως αυτό αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 37 του Ν. 4280/2014, περιοχές στις οποίες δεν ισχύει το τεκμήριο κυριότητος υπέρ του Δημοσίου.
Ο συμπατριώτης μας Υπουργός του κατάπτυστου Ν. 4389/2016 που μετέτρεψε σε δασικές όλες τις χορτολιβαδικές εκτάσεις της χώρας, με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν οι επιδοτήσεις του κτηνοτροφικού κλάδου∙ που δημιούργησε σωρεία προβλημάτων με τις
οικιστικές πυκνώσεις, όπως στην περίπτωση της συνοικίας Μπαταριά Χαλκίδας, με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν να χαθούν περιουσίες∙ και που δημιούργησε εν γένει τεράστια προβλήματα στην διαδικασία ανάρτησης των δασικών χαρτών, κλείνοντας το άρθρο του αναφέρει ότι «αν υλοποιηθεί η πρόθεση της Κυβέρνησης για υποχρέωση του Δημοσίου να αποδείξει την ιδιοκτησία του, επί των εκτάσεων που ισχύει το τεκμήριο κυριότητας του Δημοσίου, αυτό θα αποτελεί τη μεγαλύτερη επιβράβευση των καταπατήσεων δημόσιας περιουσίας από καταβολής του Ελληνικού κράτους».
Οι διατάξεις του νόμου 4389/2016 μπορεί να κατέπεσαν θριαμβευτικά στο Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ), έμεινε όμως η εμμονή του κ. Αποστόλου με τους ιδιοκτήτες γης της νότιας Καρυστίας όπως αποδεικνύεται από την αρθρογραφία του.
Επί της ουσίας, ο κ. Αποστόλου βγάζει τους ιδιοκτήτες γης του Δήμου Καρύστου καταπατητές.
Μια οφειλόμενη απάντηση στον κ. Αποστόλου –και σε όποιους άλλους μοιράζονται όμοιες απόψεις- είναι επιβεβλημένη προς αποκατάσταση της αλήθειας. Θα με συγχωρέσετε για την μακροσκελή ανάλυσή μου, αλλά αυτή κρίνεται αναγκαία ώστε να παρουσιαστεί το ζήτημα με πλήρης λεπτομέρεια και να παρατεθούν όλα τα επιχειρήματα που αποδεικνύουν το δίκιο των δημοτών Καρύστου και το ψεύδος των ισχυρισμών Αποστόλου.
Ανάμεσα στο νεοσύστατο Ελληνικό Κράτος και τους Έλληνες υπηκόους προέκυψαν –ιδιαίτερα κατά τα πρώτα χρόνια της Απελευθέρωσης- διαφορές και αντιπαραθέσεις που σχετίζονταν με τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα.
Το ελληνικό δημόσιο, για να κατοχυρώσει τα δικαιώματά του, κατέφυγε στην επίκληση και εφαρμογή ευνοϊκών για τα συμφέροντά του ρυθμίσεων του οθωμανικού νόμου. Πιο συγκεκριμένα αποφασίστηκαν τα εξής:
1) Όσες εκτάσεις δεν καλλιεργούνταν, ή ήταν αδύνατη η καλλιέργειά τους, ανήκαν στο οθωμανικό δημόσιο και παρέμειναν σε αυτό, ακόμη και αν το τελευταίο είχε εκδώσει επίσημο τίτλο παραχώρησης σε ιδιώτη (ταπί), αφού με τη χορήγηση του τίτλου αυτού μεταβίβαζε δικαίωμα επικαρπίας και όχι κυριότητας.
2) Για να διεκδικήσει ιδιώτης κυριότητα επί των εκτάσεων αυτών έπρεπε να αποδείξει την καλλιέργειά τους. Άρα, οι δασικές εκτάσεις και τα βοσκοτόπια, εφόσον δεν καλλιεργούνταν, ανήκαν στο οθωμανικό κράτος και μετά την Απελευθέρωση περιήλθαν ως λεία πολέμου στην κυριότητα του ελληνικού δημοσίου.
Οι αξιώσεις του ελληνικού δημοσίου περιορίστηκαν ως έναν βαθμό από σειρά δικαστικών αποφάσεων (βλ. Εφ. Αθηνών 2516/2008, ΑΠ 230/1850, ΑΠ 57/1871, ΑΠ 80/1877), των οποίων η παγιωμένη νομολογία δέχεται τα εξής: από τις ρυθμίσεις που περιέχονται στο Πρωτόκολλο του Λονδίνου της 21.1/3.2.1830 «Περί Ανεξαρτησίας της Ελλάδος» και στα ερμηνευτικά αυτού πρωτόκολλα της 4/16.6.1830 και της 19.6/1.7.1830, σε συνδυασμό με τις ρυθμίσεις της από 27.6/9.7.1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως «Περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος» και του άρθρου 16 του Ν. 21-6/10.7.1837 «Περί δημοσίων κτημάτων», προκύπτει ότι στην κυριότητα του ελληνικού δημοσίου περιήλθαν εκείνα τα ακίνητα που βρίσκονταν εντός της ζώνης που, μέχρι την 3.2.1830, είχε καταλάβει με τις στρατιωτικές του δυνάμεις και ανήκαν είτε στο οθωμανικό δημόσιο είτε σε Οθωμανούς ιδιώτες, καθώς και όσα εγκαταλείφθηκαν από τους ιδιοκτήτες τους και κατέστησαν αδέσποτα.
Η κτήση των ακινήτων αυτών έγινε διά δημεύσεως «πολεμικώ δικαιωμάτι» (Καριψιάδης 2000).
Όσον αφορά τα οθωμανικά κτήματα που κατά τον χρόνο διακήρυξης της ανεξαρτησίας (3.2.1830) βρίσκονταν εντός των εδαφών που παρέμεναν υπό τουρκική στρατιωτική κατοχή αλλά εν συνεχεία παραχωρήθηκαν βάσει της Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως στην ελληνική κυριαρχία, όπως συγκεκριμένα η Εύβοια, όσα εξ αυτών ανήκαν στο οθωμανικό δημόσιο περιήλθαν στο ελληνικό, ενώ όσα ανήκαν σε Οθωμανούς ιδιώτες παρέμειναν στην ιδιοκτησία τους με δικαίωμα πώλησής τους εντός προθεσμίας δύο ετών.
Έτσι, το μεγαλύτερο μέρος των εδαφών της Εύβοιας πέρασε, με νόμιμους τίτλους ιδιοκτησίας που φτάνουν πέρα του έτους 1885, σε ιδιώτες.
Ακόμη, με διατάξεις του ΒΔ 17/29.11.1836 «Περί ιδιωτικών δασών» συνάγεται ότι για τα δάση που δεν αναγνωρίστηκαν ως ιδιωτικά δημιουργείται νόμιμο τεκμήριο ότι ανήκουν στο ελληνικό δημόσιο.
Σε βάρος όμως του δημοσίου μπορούσε να αποκτηθεί κυριότητα από ιδιώτη, σύμφωνα με την έκτακτη χρησικτησία, προϋποθέσεις της οποίας ήταν η άσκηση νομής επί τριάντα (30) τουλάχιστον χρόνια, με καλή όμως πίστη. Τουτέστιν, με την ειλικρινή πεποίθηση ότι με την άσκηση νομής δεν προσβάλλονται τα δικαιώματα κυριότητας τρίτων και εφόσον ο χρόνος χρησικτησίας είχε συμπληρωθεί το αργότερο μέχρι και την 11.9.1915.
Κατά συνέπεια, όπως έχει κριθεί σε διαδοχικές δικαστικές αποφάσεις (Εφ. Αθηνών 166/2011, Μον. Πρωτ. Χαλκίδας 32/2009, Μον. Πρωτ. Χαλκίδας 96/2009), οι γαίες που βρίσκονται στην Εύβοια δεν περιήλθαν στην κυριότητα του ελληνικού δημοσίου ως λεία πολέμου, διότι κατά την εποχή της τουρκοκρατίας η Εύβοια αποτελείτο από ιδιωτικές γαίες καθαρής ιδιοκτησίας. Εξάλλου, η Εύβοια δεν κέρδισε την ελευθερία της με τα όπλα, αλλά προσαρτήθηκε στη συνέχεια στην Ελλάδα βάσει των προαναφερθέντων συμβάσεων (Πρωτόκολλο του Λονδίνου και Συνθήκη Κωνσταντινουπόλεως).
Στην περιοχή υπήρξε ανέκαθεν έντονη έριδα μεταξύ δημοσίου και ιδιωτών για εκτάσεις που φέρονται από το ελληνικό δημόσιο ως δημόσιες και δασικές. Το πρόβλημα για την κεντρική και βόρεια Εύβοια λύθηκε με το άρθρο 13 του Ν. 3208/2003.
Πιο συγκεκριμένα, στην κεντρική και βόρεια Εύβοια οι ιδιώτες – συνιδιοκτήτες δασών έχουν οργανωθεί σε δασικούς συνεταιρισμούς οι οποίοι διαχειρίζονται την δασική έκταση που ανήκει στα μέλη του συνεταιρισμού. Σύμφωνα λοιπόν με τον Ν. 3208/2003 (παρ. 10 του άρθρου 13): «το δάσος Παγώντος, καθώς και τα υπόλοιπα δάση που κατέχονται από τους Αναγκαστικούς Συνεταιρισμούς Διαχειρίσεως Αδιαιρέτων Δασών του Νομού Ευβοίας, που συστήθηκαν και λειτουργούν κατά τις διατάξεις του Ν. 1627/1939 (ΦΕΚ 64 Α) και του από 15/6/1940 ΒΔ (ΦΕΚ 190 Α) ανήκουν κατά πλήρες δικαίωμα κυριότητας στους παραπάνω Συνεταιρισμούς, εφόσον υπάρχουν τίτλοι ιδιοκτησίας προ του έτους 1885.
Τα εν λόγω δάση τα διαχειρίζονται οι Συνεταιρισμοί σύμφωνα με τις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας». Με αυτήν την διαδικασία αναγνωρίστηκαν ως ιδιωτικά τα περισσότερα δάση της κεντρικής και βόρειας Εύβοιας, όπως το δάσος Μίστρου, Νεροτριβιάς, Κοντοδεσπότη, κτλ.
Για την νότια Εύβοια όμως το πρόβλημα ουδέποτε διευθετήθηκε, κυρίως γιατί το ελληνικό δημόσιο ποτέ δεν είχε αμφισβητήσει τους νόμιμους κατόχους των ορεινών ή/και ημιορεινών ιδιοκτησιών γης εκδίδοντας εναντίον τους πρωτόκολλα διοικητικής αποβολής ή καταθέτοντας μηνύσεις για αυθαίρετες καταλήψεις δημόσιας δασικής έκτασης.
Αντιθέτως μάλιστα, έμπρακτα αναγνώριζε τα δικαιώματα κυριότητας των ιδιωτών, φορολογώντας τις αλλεπάλληλες μεταβιβάσεις γης και μεταγράφοντας τους τίτλους στο υποθηκοφυλακείο. Το γεγονός αυτό εμπέδωσε αίσθημα βεβαιότητας στους ιδιοκτήτες, καθώς οι τίτλοι ιδιοκτησίας τους δεν αμφισβητούνταν από κανέναν, και ειδικότερα από το ελληνικό δημόσιο, με συνέπεια να μη θεωρούν αναγκαίο να καταφύγουν σε διοικητική ή δικαστική αναγνώριση της κυριότητάς τους.
Το ιδιοκτησιακό καθεστώς της περιοχής, παρ’ ότι αδιατάρακτο για δύο σχεδόν αιώνες, αμφισβητήθηκε το 2006 από το ελληνικό δημόσιο.
Το πρόβλημα ξεκινά κατόπιν ψήφισης του Ν. 3468/2006, όπου η ΡΑΕ αξιώνει, ανάμεσα σε άλλα κριτήρια για την αδειοδότηση έργων ΑΠΕ, την εξασφάλιση δικαιώματος χρήσης της θέσης εγκατάστασης. Τέτοιο δικαίωμα θα μπορούσε να εξασφαλιστεί με μίσθωση, αγορά ή χρησιδάνειο. Συνεπώς, ο φορέας εγκατάστασης του έργου θα έπρεπε να συμβληθεί με τους ιδιοκτήτες των θέσεων εγκατάστασης.
Ορισμένοι ενδιαφερόμενοι επενδυτές έσπευσαν να συνάψουν προκαταβολικά – ώστε να έχουν εξασφαλίσει το κριτήριο αυτό όταν θα υπέβαλαν την αίτηση για άδεια παραγωγής- συμβάσεις μακροχρόνιας μίσθωσης των αναγκαίων εκτάσεων με τους ιδιοκτήτες τους.
Άλλοι όμως -οι οποίο ενδιαφέρονταν να εκδώσουν και οι ίδιοι άδειες παραγωγής στις ίδιες με τους παραπάνω θέσεις εγκατάστασης- επιχείρησαν να αμφισβητήσουν την νομιμότητα των εν λόγω συμβάσεων.
Κατέθεσαν λοιπόν αίτηση στον αρμόδιο δασάρχη, ζητώντας να προβεί σε χαρακτηρισμό των εκτάσεων ως δασικών, προκειμένου σύμφωνα με το τεκμήριο που θεσπίζει ο δασικός κώδικας να εμφανίζεται ιδιοκτήτης αυτών το δημόσιο και όχι οι επί σειρά ετών και με νόμιμους τίτλους –που πάνε πολύ πριν από το 1885- κύριοι των συγκεκριμένων εκτάσεων.
Οι αρμόδιες δασικές αρχές, βασιζόμενες σε αεροφωτογραφίες του 1945 και χωρίς την διενέργεια αυτοψιών, χαρακτήρισαν την πλειοψηφία των σχετικών εκτάσεων ως δασικές.
Οι εκτάσεις αυτές λανθασμένα χαρακτηρίστηκαν δασικές από την αρμόδια υπηρεσία του Δασαρχείου Αλιβερίου, για μια σειρά από λόγους που επιγραμματικά παραθέτουμε: το γεγονός ότι δεν έγινε αυτοψία όπως ρητά ορίζει ο νόμος οδήγησε στο να μην έχουν ληφθεί υπόψη της Υπηρεσίας οι διάσπαρτες στο χώρο αποδείξεις της ανθρωπογενούς παρουσίας όπως καλύβια, πεζούλες, αλώνια, στέρνες, σωροί από πέτρες που αποδεικνύουν τον καθαρισμό της γης για καλλιέργεια κλπ. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, το γεγονός ότι η κτηνοτροφία αποτελεί την βασική πλουτοπαραγωγική πηγή της νότιας Καρυστίας.
Στην παρούσα φάση, στα διοικητικά όρια του Δήμου Καρύστου υπάρχουν περισσότερα από 200.000 γιδοπρόβατα και αυτό κατέστη δυνατό αφενός, γιατί στην περιοχή ανέκαθεν υπήρχαν ιδιόκτητες γαίες που ουδέποτε, πριν τουλάχιστον το 2006, είχαν αμφισβητηθεί και αφετέρου, λόγω της χαμηλής φρυγανικής βλάστησης στο 80% σχεδόν της επικράτειας του Δήμου Καρύστου όπου η βλάστηση δεν ξεπερνά τους 50-60 πόντους ύψος.
Συν τοις άλλοις, ουδέποτε έγινε διαχρονική εξέταση των αεροφωτογραφιών, όπως επιβάλλει η νομολογία του ΣτΕ, και το Δασαρχείο Αλιβερίου δέχτηκε ως θέσφατο του δασικού χαρακτήρα τις αεροφωτογραφίες του 1945 που ιστορικά ήταν η πιο ταραχώδης περίοδος της Ελλάδας (γερμανική κατοχή και εμφύλιος).
Το ελληνικό δημόσιο, μάλιστα, έφτασε σε σημείο να κατηγορήσει τους νόμιμους ιδιοκτήτες γης για καταπάτηση και δημιουργία ανύπαρκτων τίτλων. Με την 85/2014 απόφαση του Μονομελούς Καρύστου, αθωώθηκαν πανηγυρικά και οι 26 κατηγορούμενοι εναντίον των οποίων είχε ασκηθεί δίωξη από το ελληνικό δημόσιο για καταπάτηση και δημιουργία ανύπαρκτων δικαιωμάτων διά ψευδών τίτλων επί δημόσιων δασικών εκτάσεων.
Και στην περίπτωση όμως που οι εκτάσεις έχουν δασική μορφή, δεν παύουν να ανήκουν σε ιδιώτες, οι οποίοι έχουν στη κατοχή τους αδιάκοπη σειρά συμβολαιογραφικών τίτλων, νομίμως μεταγραμμένων, που χρονολογούνται προ του έτους 1885, με αποτέλεσμα να αντλούνται σαφή δικαιώματα νομής και κυριότητας.
Η Πολιτεία επικαλούμενη το τεκμήριο κυριότητας υπέρ του Δημοσίου επί των εκτάσεων αυτών, δεν αναγνωρίζει, στους κατοίκους της περιοχής τους νομότυπα συντεταγμένους και μετεγγραμμένους σχετικούς τίτλους ιδιοκτησίας τους. Ενώ δέχεται ως έγκυρη τη σύνταξη αυτών των τίτλων, προκειμένου να εισπράξει τον φόρο μεταβίβασης, κληρονομιάς και τα τέλη μεταγραφής. Οι κάτοικοι δηλώνουν τις εκτάσεις, που τους ανήκουν από τους προγόνους τους, στις φορολογικές δηλώσεις τους και καταβάλουν φόρους γι’ αυτές.
Σημειώνεται ότι τα όρια των επί μέρους ιδιοκτησιών, αφενός περιγράφονται λεπτομερώς στους διαδοχικούς τίτλους ιδιοκτησίας, αφετέρου δεν αμφισβητούνται μεταξύ των ιδιοκτητών, αφού έχουν παγιωθεί επί σειρά ετών, με νόμιμες πράξεις μεταβιβάσεων οι οποίες φτάνουν και πέραν του έτους 1885.
Η απόκτηση κυριότητας ή άλλου εμπράγματος δικαιώματος πριν από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα κρίνεται κατά το δίκαιο που ίσχυε όταν έγιναν τα πραγματικά γεγονότα για την απόκτησή τους, άρθ. 51 του Ν. 2783/1941 (Εισαγωγικός Νόμος του Αστικού Κώδικα). Δηλαδή, βάσει της μορφής που είχε το 1880 που το απέκτησε ο πρόγονος κάποιου κατοίκου της περιοχής και όχι βάσει της μορφής που είχε στις αεροφωτογραφίες του 1945.
Την συγκεκριμένη χρονικό περίοδο (1880), όλες τις εκτάσεις τις καλλιεργούσαν με σιτάρι, κριθάρι κλπ. Εξάλλου, αυτό μαρτυρούν τα πολλά αλώνια και οι αλευρόμυλοι που υπάρχουν στην περιοχή. Ήταν ο μόνος τρόπος για την επιβίωση των ανθρώπων και των ζώων.
Η αντιμετώπιση του ιδιοκτησιακού καθεστώτος της Νότιας Εύβοιας, δηλαδή η όψιμη αμφισβήτηση της κυριότητας των ιδιοκτητών της γης μετά πάροδο δύο σχεδόν αιώνων, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις έννοιες Ευνομούμενης Πολιτείας και Κράτους Δικαίου, ενώ πυροδοτεί κλίμα καθολικής αγανάκτησης των ιδιοκτητών.
Πέραν τούτων, η περιοχή της Καρυστίας θα έπρεπε τουλάχιστον να είχε την ίδια μεταχείριση την οποία προβλέπει το άρθρο 62 του Δασικού Κώδικα με τα Ιόνια Νησιά, την Κρήτη, τη Λέσβο, τη Σάμο, τη Χίο, τα Κύθηρα, Αντικύθηρα και Κυκλάδες, την Μάνη, τα οποία σε δίκες με το Δημόσιο, δεν φέρουν το βάρος να αποδείξουν την ύπαρξη εμπραγμάτων δικαιωμάτων που διεκδικούν σε δάση ή δασικές ή χορτολιβαδικές εκτάσεις.
Τα ανωτέρω θεωρώ ότι καταρρίπτουν τους ανυπόστατους ισχυρισμούς ότι οι νόμιμοι ιδιοκτήτες γης νότιας Καρυστίας είναι δήθεν καταπατητές. Εφόσον κ. Αποστόλου συνεχίζετε να μας θεωρείτε καταπατητές, απαντήστε μου ευθέως στο εξής ερώτημα: κατά την διάρκεια της επαγγελματικής σας πορείας ως στέλεχος της Αγροτικής Τράπεζας, πώς αναγνωρίζατε τις συγκεκριμένες εκτάσεις ως ιδιωτικές και τις αποδεχόσασταν ως υποθήκη για την έκδοση αγροτικών δανείων; Αγνοούσατε ότι είχαν καταπατηθεί ή εν γνώσει σας τελούσατε απιστία κατά του δημοσίου;
Γιάννης Μανώλης,
Πολιτευτής Ευβοίας ΝΔ
PhD, Ευρωπαϊκή Πολιτική Περιβάλλοντος

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου