Με συγχωνεύσεις και εξαγορές τέσσερις εταιρείες επιδιώκουν τώρα να μπουν και στην Ευρώπη και επιχειρούν να αλλάξουν πλήρως το καθεστώς, ώστε να θέσουν τους παραδοσιακούς καρπούς των αγροτών υπό ασφυκτικούς περιορισμούς.
Τέσσερις εταιρείες επιδιώκουν τώρα να μπουν και στην Ευρώπη και επιχειρούν να αλλάξουν πλήρως το καθεστώς, ώστε να θέσουν τους παραδοσιακούς καρπούς των αγροτών υπό ασφυκτικούς περιορισμούς. Η συντριπτική πλειονότητα των γεωργών αντιστέκεται, καθώς παραμένει εκτός της αλυσίδας διακίνησης και πώλησης που έχει επιβάλει το καρτέλ των επιχειρήσεων – κολοσσών
Η επιχειρούμενη, λίγο πριν από τις επικείμενες ευρωεκλογές, μεταρρύθμιση της ευρωπαϊκής νομοθεσίας που αφορά την εμπορία των σπόρων αποτελεί μοναδική ευκαιρία για την παγκόσμια βιομηχανία των σπόρων προκειμένου να αρπάξει το «φιλέτο» της ευρωπαϊκής αγοράς, καθώς τα περιθώρια της συγκεκριμένης αγοράς στις χώρες του Βορρά στενεύουν. Λόγος για τον οποίο οι πολυεθνικές της βιομηχανίας των σπόρων προχώρησαν τα τελευταία χρόνια σε εξαγορές μεγάλων εταιρειών του κλάδου, που είχαν «ξεφύγει» από τα χέρια τους στις χώρες του Βορρά και, πλέον, στρέφουν το ενδιαφέρον τους στην απόκτηση εταιρειών και στη σύναψη συνεργασιών με ομοειδείς εταιρείες που δραστηριοποιούνται στις χώρες του Νότου.
Η έρευνα του ΕΤC
Ομως, παράλληλα με τις επιχειρηματικές κινήσεις, με συγχωνεύσεις και εξαγορές, οι πολυεθνικές των σπόρων, επιδιώκοντας να διεισδύσουν ακόμη περισσότερο στην παγκόσμια αγορά, αποσκοπούν στον απόλυτο έλεγχό της. Και, όπως και στην Ευρώπη, επιχειρούν την αλλαγή του καθεστώτος που διέπει την εμπορία των σπόρων σε όλες τις γωνιές του πλανήτη ώστε να δημιουργηθεί ένα ευνοϊκό γι’ αυτές «κανονιστικό περιβάλλον», στο πλαίσιο του οποίου θα ισχυροποιηθούν τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας επί των σπόρων και οι παραδοσιακοί σπόροι των αγροτών θα τεθούν σε καθεστώς ασφυκτικών περιορισμών, αν όχι πλήρους παρανομίας.
Αποκαλυπτική για την παγκόσμια εμβέλεια των αγρο-βιομηχανικών πολυεθνικών είναι πρόσφατη έρευνα του ETC (Group Erosion, Technology and Concentration Group), μιας οργάνωσης που εδώ και αρκετές δεκαετίες επικεντρώνεται στον έλεγχο της δραστηριότητάς τους. Σύμφωνα με αυτήν, τα καρτέλ αποτελούν κοινό τόπο.
Οι αρμόδιες ρυθμιστικές αρχές, αναφέρεται στην έκθεση, έχουν αποδεχτεί ευρέως την οικονομική αρχή ότι η αγορά δεν είναι ούτε ελεύθερη ούτε υγιής, οπότε 4 εταιρείες μπορούν να ελέγχουν περισσότερο από το 50% των πωλήσεων σε οποιοδήποτε εμπορικό τομέα.
Πιο συγκεκριμένα, μόλις τέσσερις εταιρείες ελέγχουν το 58,2% της αγοράς των σπόρων, το 61,9% των αγροχημικών, το 24,3% των λιπασμάτων και το 53,4% των κτηνοτροφικών φαρμακευτικών προϊόντων.
Ακόμη πιο ανησυχητικό, σε ό,τι αφορά το ολιγοπώλιο, είναι ότι οι ίδιες πολυεθνικές ελέγχουν το 75% του συνόλου της έρευνας για την αναπαραγωγή των φυτών στον ιδιωτικό τομέα, το 60% της εμπορικής αγοράς σπόρων και το 76% των παγκόσμιων πωλήσεων αγροχημικών. Αυτή η κατάσταση δημιουργεί πολλά τρωτά στο παγκόσμιο διατροφικό σύστημα που δεν τα έχουμε δει από την ίδρυση του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ το 1945, επισημαίνεται στην έκθεση.
Κι όμως, παρά το εντυπωσιακό επίπεδο του ελέγχου της παγκόσμιας προμήθειας εμπορικών σπόρων και παρ’ όλο που στη δεκαετία του 1970 και του 1980 ήταν εδραιωμένη η πεποίθηση ότι οι παραδοσιακές ποικιλίες καλλιέργειας που συντηρούσαν οι αγροτικές κοινότητες θα εξαφανιστούν γρήγορα στον απόηχο της Πράσινης Επανάστασης και εξαιτίας της εισαγωγής των εμπορικών ποικιλιών, οι πολυεθνικές του κλάδου δεν έχουν καταφέρει να ελέγξουν και να εκμεταλλευτούν το μεγαλύτερο μερίδιο της αγοράς. Ετσι, σήμερα, η συντριπτική πλειονότητα των αγροτών του κόσμου εξακολουθεί να τρέφει τουλάχιστον το 70% του παγκόσμιου πληθυσμού, έχοντας παραμείνει μακριά από την εμπορική αλυσίδα διακίνησης και πώλησης σπόρων. Πρόκειται για αγρότες που συμμετέχουν ενεργά στη δημιουργία, τη βελτίωση και την ανταλλαγή δικών τους ποικιλιών, αλλά και στη διαχείριση, τη χρήση και την εξημέρωση των άγριων καλλιεργειών.
Δυσμενές τοπίο στον Νότο
Και σε ό,τι αφορά τις χώρες του Νότου, το τοπίο αποδεικνύεται ακόμη δυσμενέστερο για τις πολυεθνικές των σπόρων αφού, αν και η κατάσταση ποικίλλει ανά καλλιέργεια και περιοχή, το 80% με 90% των σπόρων που φυτεύτηκαν από τους αγρότες του παγκόσμιου Νότου προέρχεται από τον λεγόμενο «άτυπο τομέα» – δηλαδή με παραδοσιακούς σπόρους, σε μια διαδικασία που περιλαμβάνει την ανταλλαγή σπόρων μεταξύ γειτονικών καλλιεργειών και τις πωλήσεις σπόρων από τοπικές αγορές.
Ετσι, μόλις το 10-20% των αναγκών για σπόρους στις αναπτυσσόμενες χώρες καλύπτεται από τον «επίσημο τομέα» – δηλαδή, τις εταιρείες παραγωγής σπόρων, τις κρατικές πηγές σπόρων ή άλλα ιδρύματα.
Του Τάσου Σαραντή
tsarantis@efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου