Ο ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΟΛΟΒΟΣ μιλάει για τη νέα του δουλειά «Το φως που καίει»
Ερ.: Γιατί επιλέξατε τον Βάρναλη και μάλιστα «ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΚΑΙΕΙ»;
Απ.: Πρέπει να πω ότι ο Βάρναλης, ο Ρίτσος και ο Κάλβος, είναι οι ιδιαίτερα αγαπημένοι μου ποιητές ανάμεσα στους άλλους που μου αρέσουν.
Τον ευγνωμονώ όπως θα έπρεπε κάθε Έλληνας γιατί αν ο Γιάννης Ψυχάρης έδωσε στους Έλληνες την εθνική τους γλώσσα σώζοντας την από την καταστροφή, τη διαστροφή και την
αναρχία και την έκανε εκφραστικό όργανο της πνευματικής μας ζωής, και αν ο Νικόλαος Πολίτης διατήρησε την εθνική ψυχή μας σώζοντας απ’ την καταστροφή και τη λήθη τον ψυχικό και πνευματικό θησαυρό του λαού μας, ο Βάρναλης συνταίριαξε αρετές και των δύο μέσα από το πολύπλευρο έργο του (ποιητικό, φιλοσοφικό, μελετητικό, χρονογράφημα, δημοσιογραφία) και έδωσε πνοή, μορφή, ανέβασε στα ύψη την ανθρώπινη υπόσταση, έθεσε ως κυρίαρχο της ζωής την ανθρώπινη αξία, την ανθρώπινη συνείδηση. Όλες αυτές τις αξίες της ζύμωσε με το αρχαίο πνεύμα, αλλά και το πνεύμα των προχωρημένων διανοητών και λαών της Ευρώπης.
Γι’ αυτό θα έπρεπε να έχει επίσημα ανκηρυχθεί ο εθνικός ποιητής, αν οι πολιτικές σκοπιμότητες, η μικρότητα και μισαλλοδοξία του πολιτικού (και εν μέρει καιτου αστικού πνευματικού κόσμου) μπορούσαν έστω και για μια στιγμή να δουν καθαρά το έργο του. Για έναν και μόνο λόγο έπρεπε να το πράξουν, γιατί ο Βάρναλης με την προσφορά του έσωσε απ’ την γελοιοποίηση την νεοελληνική Λογοτεχνία.
Ο Βάρναλης υπήρξε ο μεγαλύτερος υμνητής του λαού μας, από τους πιο τίμιους υπερασπιστές των αξιών του, θέτοντας στη διάθεσή του την γνώση και την κρυστάλλινη ιδεολογία του. Ήταν και είναι ένας εθνικός διανοητής που η πνευματική προσωπικότητά μου, ξεπερνάει πολύ τα σύνορα της πατρίδας μας και μπορεί να σταθεί και να συγκριθεί με τα καλύτερα ονόματα της Παγκόσμιας Επαναστατικής Λογοτεχνίας.
Με το έργο του Βάρναλη έχω ασχοληθεί περίπου 40 χρόνια, έχω κάνει περισσότερες από δέκα εκδηλώσεις στην Ελλάδα, για τη ζωή και το έργο του, και δύο στο Σίδνεϋ, τη μία στο Πανεπιστήμιο στην έδρα της νεοελληνικής Λογοτεχνίας, όταν πήγα καλεσμένος για να παρουσιάσω το πρώτο μου βιβλίο «Θυμάσαι πατέρα;», που αποτελούσε διδακτέα ύλη για την εισαγωγή των φοιτητών.
Ειδικά «ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΚΑΙΕΙ» το έχω παρουσιάσε σε αναλόγιο αρκετές φορές. Η πρώτη ήταν το 1976 με τον μέγιστο ομότεχνο και σύντροφό μου Μάνο Κατράκηη που διάβασε τον οδηγητή σε εκδήλωσε του ΚΚΕ στο γήπεδο του Σπόρτινγκ. Όλα αυτά τα χρόνια γύριζε στο μυαλό μου η ιδέα να το παρουσιάσω στη σκηνή.
Όταν οι αφέντες που μας κυβερνάνε και οι λακέδες που εκτελούν τις εντολές του, αφού μας καταχρέωσαν με το πλαστικό χρήμα, και εμείς από ανάγκη και όχι από απληστία πέσαμε στην παγίδα τους, μας τράβηξαν το χαλί, μας έκοψαν μισθούς, δώρα, επιδόματα, συντάξεις και μας παρέδωσαν τους επικυρίαρχους των ξέων και ντόπιων τραπεζιτών, στους μεγάλους αφέντες και αυτοί μας εξαθλίωσαν. Τότε ξαναδιάβασα το έργο και μουφάνηκε ότι ο Βάρναλης το έγραψε χθες. Έτσι αποφάσισα να κάνω πράξη την ιδέα μου. Δύο χρόνια μου πήρε για να δώσω αυτή τη μορφή στην παράσταση και έξι μήνες με τους συνεργάτες μου για να την παρουσιάσουμε.
Ερ.: Για ποιο λόγο προσθέσατε τη λέξη «ΠΑΝΤΑ» στον τίτλο;
Απ.: Για να υπογραμμίσω τόσο τη διαχρονικότητά του όσο και την επικαιρότητά του. Πιστεύω ότι αυτό το κοφτερό σπαθί, που είναι ο λόγος του Βάρναλη, θα είναι πάντα επίκαιρος, όσο ο άνθρωπος θα κουβαλάει τις αλυσίδες που του φόρεσαν οι αφέντες της γης. Όσο θα υπάρχει η εκμετάλλευση, η φτώχεια, η ανεργία, η αδικία, όσο θα κλέβουν τη ζωή και τα όνειρα των ανθρώπων.
Ερ.: Το θεατρικό είναι αυτούσιο το έργο του τίτλου ή έχουν γίνει προσθήκες και γιατί;
Απ.: Εγώ με απόλυτο σεβασμό στον μεγάλο Ποιητή-οδηγητή του λαού μας- με πίστη στην ιδεολογία του, έκανα αυτή την προσπάθεια διασκευής και δραματουργικής επεξεργασίας του έργου. Θεώρησα απαραίτητη αυτή την ανασύνθεση, γιατί πιστεύω ότι σήμερα ύστερα από 90 περίπου χρόνια από τότε που πρωτογράφτηκε (1921) και τη δεύτερη επεξεργασμένη έκδοσή του (1934) που κάνει κάποιες αλλαγές κυρίως στην πόρνη εξουσία, χρειάζονταν αυτή η παρέμβαση, η νέα ματιά για να παρουσιαστεί σαν ενιαία θεατρική παράσταση.
Αφαίρεσα το ιντερμέδιο (χορός των Ωκεανίδων που είναι ύμνος στον Προμηθέα, προς των Σεραφείμ, Μάνα του Χριστού και Μαγδαληνή που είναι ύμνος στον Χριστό) γιατί πιστεύω ότι στο σκληρό ρεαλισμό του έργου δεν χωράνε κλάματα και δοξασίες μιας και (κατά τον ποιητή) δεν σώζουν τον παλιό, αλλά και σημερίνο «ελεύθερο» κόσμο.
Αντίθετα για την πόρνη που ο Βάρναλης στο πρόσωπό της βλέπει την ξεσκισμένη εξουσία όπως τη λέει, στην πρώτη έκδοση, (ενώ στη δεύτερη την ονόμασε Αριστέα μια πασίγνωστη πόρνη της οδού Σωκράτους στην Αθήνα), πήρα και τις δύο εκδοχές, κυρίως την Τρίτη εξαύλωση που αφορά την τέχνη και τους πνευματικούς (εντός εισαγωγικών) ανθρώπους και την ενέταξα στην κανονική ροή της παράστασης με διαφορετικές ενδυματολογικές εμφανίσεις-μεταμορφώσεις για να προσδιορίσω καλύτερα και πιο κατανοητά τη διαχρονικότητα των αφεντάδων.
Κατέβασα από τον Καύκασο τον Προμηθέα και απ’ τον Σταυρό τον Χριστό και τους ανέβασα στην σκηνή. Έτσι ο διάλογος μεταξύ τους και με τον Μώμο, γίνεται πιο κατανοητός. Αφαίρεσα τον πρόλογο και το τέλος του έργου, και κλείνω την παράσταση με τον πρόλογο απ’ το έργο του «ΟΡΓΗ ΛΑΟΥ».
Ο Μώμος κάνει μία εισαγωγή δική μου που μας βάζει στο πνεύμα της παράστασης. Εξηγεί στο κοινό ότι ο Προμηθέας καρφώθηκε στον Καύκασο από τον αφέντη Δία, γιατί έδωσε τη γνώση στους ανθρώπους, και ο Χριστός μίλησε για αγάπη και ισότητα, και κήρυξε την επανάσταση λέγοντας «Ήρθα να βάλω φωτιά στη γη» και οι αφέντες της γης τον σταύρωσαν.
Ερ.: Τελικά ο άνθρωπος είναι ελεύθερος να αποφασίσει για την τύχη του, ή καθίσταται υποχείριο της εκάστοτε θρησκείας-εξουσίας;
Απ.: Όχι δεν είναι ελεύθερος, ενώ έπρεπε να είναι. Να μπορεί να επιλέξει μόνος του, τη θρησκεία του, την ιδεολογία του, τις αξίες και τις ομορφιές της ζωής, και όχι να του τις επιβάλλουν.
Ο κάθε άνθρωπος πρέπει να κάνει τις επιλογές του σύμφωνα με τη γνώση που έχει για τα εξελικτικά φαινόμενα της ζωής. Εγώ π.χ. δεν μπορώ να κατανοήσω πως ένας χορτάτος και ένας πεινασμένος άνθρωπος να πιστεύουν στο ίδιο Αφεντικό. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να σεβόμαστε τις επιλογές του συνανθρώπου μας, και αν διαφωνούμε να προσπαθούμε με το διάλογο να τον πείσουμε για το λάθος της άποψής του.
Ερ.: Εν κατακλείδι υπάρχει σανίδα σωτηρίας για τον άνθρωπο;
Απ.: Ασφαλώς και υπάρχει και ένας μονόδρομος. Είναι ο καθημερινός αγώνας για να κερδίσουμε τη ζωή που μας έκλεψαν, ο άνθρωπος δεν γεννήθηκε για να ζήσει εξαθλιωμένος ενώ παράγει όλον τον πλούτο και να πεθάνει.
Πρέπει να αγωνιστεί για να πάρει το μερίδιό του απ’ τον πλούτο που παράγει ώστε να μπορεί να ζει με αξιοπρέπεια. Όποιος κάθεται στον καναπέ και μοιρολογάει είναι εν δυνάμει πεθαμένος, απλώς δεν το έχει καταλάβει.
Ερ.: Ποιες δυσκολίες έκρυβε το ανέβασμα ενός τέτοιο έργου στη σκηνή;
Απ.: Πρώτα πρέπει να σου πω ότι εμείς είμαστε συνεταίροι δεν έχουμε αφεντικό. Τους συναδέλφους μου τους έχω σαν παιδιά μου. Τους αγαπώ και με αγαπάνε και με σέβονται. Στη δουλειά μου είμαι αυστηρός λειτουργούμε δημοκρατικά, ακούγοντας όλες τις απόψεις, αλλά όταν μπαίνουμε στην τελική ευθεία πρέπει όλοι να πειθαρχήσουμε και να υπηρετήσουμε το έργο και την παράσταση. Αισθάνομαι δικαιωμένος από την επιλογή μου.
Βασανιστήκαμε μαζί έξι μήνες, να καταλάβουν γιατί «ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΚΑΙΕΙ» γιατί το «ΠΑΝΤΑ». Γιατί σήμερα δέχτηκαν και τις δικές μου ανασφάλειες, κάναμε αρκετές αλλαγές, στο λόγο, αλλάξαμε τη σειρά της εμφάνισής τους, γενικά τα παιδιά μου είναι δουλευτές πειθαρχημένα, και πάνω απ’ όλα καλοί ηθοποιοί, γι’ αυτά τα αγαπάω.
Ερ.: Κατά πόσο η κρίση σήμερα έχει επηρεάσει το θέατρο αλλά την παραγωγή του πολιτισμού εν γένει;
Απ.: Η κρίση είναι γενικευμένη, έχει επηρεάσει συνολικά τη ζωή των ανθρώπων. Λογικό είναι να επηρεάσει και το θέατρο.
Το κράτος βλέπει τον πολιτισμό ως τουριστικό προϊόν, άρα είχε δίκιο ο Βάρναλης που είπε «ότι από σύστασης του Νεοελληνικού Κράτους ο πολιτισμός αντιμετωπίστηκε εχθρικά, γιατί ήξεραν ότι ο πολιτισμός έχει τη δύναμη να ομοψυχοποιεί, να δίνει ανάταση, να χαράζει προοπτική για το μέλλον». Και αυτό το μέλλον δεν το θέλουν.
Γι’ αυτό κλείνουν τα μικρά θέατρα, διαλύουν τα μουσικά σύνολα, την καλλιτεχνική παιδεία. Όλα περνάνε στην κρισάρα των μονοπωλίων. Ευτυχώς, για μας υπάρχουν ακόμα κάποιοι απροσκύνητοι και θα διεκδικήσουν το δικαίωμά τους να παρουσιάσουν στο λαό μας τις αληθινές αξίες του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου