«Ρυθμίσεις για την Τοπική Ανάπτυξη, την Αυτοδιοίκηση και την Αποκεντρωμένη Διοίκηση – Ενσωμάτωση Οδηγίας 2009/50/ΕΚ.»
ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΗ ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΗΣ ΟΜΑΛΗΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΜΟΝΑΔΩΝ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΚΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΑΠΟ
Α.Π.Ε. ΣΤΗΝ ΝΗΣΟ ΕΥΒΟΙΑ
Α.Π.Ε. ΣΤΗΝ ΝΗΣΟ ΕΥΒΟΙΑ
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ
1. ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ «ΔΗΜΟΣΙΑ ΔΑΣΙΚΗ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ»
Στις 3.02.1830 συνομολογήθηκαν στο Λονδίνο μεταξύ των τριών εγγυητριών δυνάμεων, Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας τρία πρωτόκολλα με αντικείμενο την οριστική διευθέτηση του Ελληνικού Προβλήματος και την ειρήνευση στην Ανατολική Μεσόγειο. Με την συνομολόγησή τους, το Ελληνικό Κράτος ιδρύθηκε, μετά από εννιάχρονο ένοπλο αγώνα, πάνω στα εδάφη που αποτελούσαν προηγουμένως τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η αντικατάσταση της Οθωμανικής κυριαρχίας από την νέα Ελληνική κρατική οντότητα, σήμαινε ότι η τελευταία ήταν στο εξής υπεύθυνη για τη διαχείριση, μεταξύ άλλων, και των ζητημάτων που σχετίζονταν με τα εμπράγματα δικαιώματα των απελευθερωθέντων εδαφών.
Κάθε φορά που επέρχεται διαδοχή κρατών, η περιουσία του προκατόχου δημοσίου στο έδαφος της διαδοχής μεταβιβάζεται στο διάδοχο δημόσιο και αποτελεί εύλογη συνέπεια απόκτησης εδαφικής κυριαρχίας.
Το περιεχόμενο όμως της «δημόσιας περιουσίας», δηλαδή ποια είναι τα επί μέρους περιουσιακά στοιχεία που την απαρτίζουν , αποτέλεσε αντικείμενο πολλών συζητήσεων νομολογιακών παραδοχών και νομοθετικών ρυθμίσεων.
Ειδικότερα το περιεχόμενο της «δημόσιας περιουσίας» στην Ελλάδα κατά τα 400 χρόνων σκλαβιάς στα οποία εφαρμόζονταν το ιεροκρατικό μουσουλμανικό δίκαιο, παρουσίαζε πρόσθετες δυσκολίες.
Αρχή του μουσουλμανικού δικαίου ήταν ότι η γη ανήκει αποκλειστικά στον Θεό, τον οποίο αντιπροσωπεύει ο σουλτάνος-χαλίφης επί της γης. Οι υπόλοιποι πιστοί μπορούν να έχουν επί της γης μόνο προσωρινή κατοχή και διαχείριση. Δικαίωμα διάθεσης της γης είχε μόνο ο Σουλτάνος, ο οποίος παραχωρούσε τμήματά της στους συμπολεμιστές του κατακτητές ως ανταμοιβή στον ιερό πόλεμο κατά των απίστων είτε σε μη μουσουλμανικούς ντόπιους πληθυσμούς για καλλιέργεια, έναντι καταβολής ετησίου φόρου. Το υπόλοιπο μέρος της κατακτώμενης γης παρέμεινε περιουσία της Πύλης.
Με την πάροδο των χρόνων η Οθωμανική διοίκηση κάτω από την ανάγκη προσαρμογής της στα νεώτερα κοινωνικά δεδομένα, άρχισε να διαμορφώνει σταδιακά την έννοια της δημόσιας ιδιοκτησίας, η οποία δεν ταυτίζονταν με την έννοια της πλήρους κυριότητας, αλλά αποτελούσε μορφή κοινωνικοποιημένης κρατικής ιδιοκτησίας. Ειδικότερα η Οθωμανική διοίκηση παρακρατούσε την ψιλή κυριότητα στην ιδιοκτησία, ενώ την ωφέλιμη εκμετάλλευση (χρήση, δικαίωμα καλλιέργειας, διηνεκή νομή, εξουσίαση, ονομαζόμενη τουρκικά tasarruf), μπορούσε να την παραχωρήσει σε ιδιώτες με επίσημο τίτλο, αναγνωριστικό του δικαιώματός τους (ταπί). Αυτή η εξουσίαση, ενώ ξεκίνησε ως απλή μισθωτική σχέση, εξελίχθηκε σε οιονεί εμπράγματο δικαίωμα, παραπλήσιο της κυριότητος. Αποτέλεσμα αυτής της εξέλιξης ήταν η αποδυνάμωση της κρατικής κυριότητας επί των γαιών αυτών και η κατάταξή τους από την θεωρία σε μία ιδιαίτερη κατηγορία, με τον τίτλο «υποδημόσιες γαίες». Τέτοιου είδους ήταν οι αγροτικές εκτάσεις, οι χειμερινές και θερινές βοσκές, τα λιβάδια, τα δάση, κλπ.
Σε γενικές γραμμές στη διάρκεια της τουρκικής κατάκτησης υπήρχαν οι ακόλουθες κατηγορίες κτημάτων:
Α) Τα δημόσια, που ανήκαν στο Οθωμανικό κράτος, εκπροσωπούμενο από το Σουλτάνο. Σ’ αυτά ανήκαν τα προορισμένα για κοινή χρήση είτε γενική, είτε κατοίκων ορισμένου τόπου (δημόσιοι δρόμοι, πλατείες, αιγιαλοί, αυλές ναών κλπ), τα νεκρά, τα οποία δεν βρίσκονταν στην κατοχή ιδιωτών, ούτε ήταν προορισμένα για κοινή χρήση, αλλά έμεναν ακαλλιέργητα (βαλτώδη, πετρώδη και θαμνώδη μέρη, αδέσποτα δάση)
Β) Τα αφιερωμένα κτήματα (βακούρια) τα οποία προορίζονταν για εξυπηρέτηση κοινωφελών σκοπών, όπως ίδρυση ή συντήρηση νοσοκομείων, ή ναών. Αυτά προέρχονταν κυρίως από ιδιωτικές γαίες και λειτουργούσαν σύμφωνα με τους όρους του αφιερωτή, παύοντας εφεξής να αποτελούν αντικείμενα ιδιωτικής ιδιοκτησίας και συναλλαγής.
Γ) Τα ιδιόκτητα, στα οποία ο κύριος έχει δικαίωμα πλήρους και τέλειας ιδιοκτησίας, όμοιας με την κυριότητα των δυτικών δικαίων.
Μεταξύ του νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους και των Ελλήνων υπηκόων του, προέκυψαν, ιδιαίτερα τα πρώτα χρόνια της απελευθέρωσης, διαφορές και αντιπαραθέσεις που σχετίζονταν με τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα της απελευθερωμένης γης, η επίλυση των οποίων ανατέθηκε στον Έλληνα νομοθέτη και στον Έλληνα Δικαστή.
Το Ελληνικό Δημόσιο για να κατοχυρώσει τα δικαιώματά του, κατέφυγε στην επίκληση και εφαρμογή ευνοϊκών για τα συμφέροντά του ρυθμίσεων του Οθωμανικού νόμου και ειδικότερα στη θεσμοθέτηση των ακόλουθων παραδοχών:
2. ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΕΣ ΠΑΡΑΔΟΧΕΣ
Τις υπερβολικές αξιώσεις του Δημοσίου περιόρισαν σε ένα βαθμό οι δικαστικές αποφάσεις με την παγιωμένη νομολογία τους, η οποία δέχεται τα εξής:
«Από τις ρυθμίσεις που περιέχονται στο πρωτόκολλο του Λονδίνου της 21-1/3-2-1830 «περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος» και στα ερμηνευτικά αυτού πρωτόκολλα της 4/16-6-1830 και της 19-6/1-7-1830, σε συνδυασμό με τις ρυθμίσεις της από 27-6/9-7-1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως «περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος» και του άρθρου 16 του ν. της 21-6/10-7-1837 «περί δημοσίων κτημάτων», προκύπτει ότι στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου περιήλθαν εκείνα τα ακίνητα που βρίσκονταν εντός της ζώνης που μέχρι την 3-2-1830 είχε καταλάβει με τις στρατιωτικές του δυνάμεις και ανήκαν είτε στο Οθωμανικό Δημόσιο είτε σε Οθωμανούς ιδιώτες, καθώς και όσα εγκαταλείφθηκαν από του Οθωμανούς ιδιοκτήτες τους και κατέστησαν αδέσποτα. Η κτήση των ακινήτων αυτών έγινε δια δημεύσεως «πολεμικώ δικαιώματι» (ΑΠ 230/1850, ΑΠ 57/1871, ΑΠ 80/1877, ΕΑ 13502/1855). Εξάλλου όσον αφορά τα Οθωμανικά κτήματα τα ευρισκόμενα κατά το χρόνο διακηρύξεως της ανεξαρτησίας του νέου ελληνικού κράτους (3-2-1830) εντός εδαφών τελούντων υπό τουρκική στρατιωτική κατοχή, αλλά εν συνεχεία παραχωρηθέντων βάσει της Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως στην ελληνική κυριαρχία, όπως ειδικότερα η Εύβοια, όσα μεν εξ’ αυτών ανήκαν στο Οθωμανικό Δημόσιο περιήλθαν βάσει της ίδιας συνθήκης στο Ελληνικό Δημόσιο, ενώ όσα ανήκαν σε Οθωμανούς ιδιώτες παρέμειναν στην ιδιοκτησία τους με δικαίωμα πωλήσεώς τους εντός προθεσμίας (ΑΠ 15/1843, 24/1849, 230/1850, 80/1877). Όσα ακίνητα ευρίσκοντο είτε στην ελληνική είτε στην τουρκική ζώνη κατοχής, κατά την 3-2-1830, εκείνων των εδαφών που τελικά αποτέλεσαν το πρώτο ελληνικό κράτος και κατέχονταν από Έλληνες ιδιώτες με διάνοια κυρίου, έστω και με άκυρο κατά το οθωμανικό δίκαιο τίτλο, αυτά αναγνωρίσθηκαν ως ανήκοντα στους τελευταίους (ΕΑ 1162/02 ΝοΒ 2002/1281, ΑΠ 472/1899 Θεμ. ΙΑ΄ 347, ΑΠ 269/1898 Θεμ. Ι΄ 34, ΕΑ 2874/1959 ΕΕΝ 27.592 και Εφ.Πατρ. 281/1981 ΝοΒ 29.118, ΕΑ 13502/1855 και 14116/1856).
Για τα δάση, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1, 2, και 3 του β.δ. της 17/29.11.1836 «περί ιδιωτικών δασών» αναγνωρίσθηκε η κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου στις εκτάσεις που αποτελούν δάση, εκτός από εκείνες οι οποίες πριν από τον αγώνα της ανεξαρτησίας κατέχονταν νόμιμα από ιδιώτες και για τις οποίες οι σχετικοί οθωμανικοί τίτλοι «ιδιοκτησίας» θα αναγνωρίζονταν από την Γραμματεία των Οικονομικών κατόπιν υποβολής τους μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία ενός έτους από τη δημοσίευση του εν λόγω διατάγματος που είχε ισχύ νόμου, ΕΑ 1162/02 ο.π.). Κατά δε το οθωμανικό δίκαιο οι ιδιώτες μπορούσαν να αποκτήσουν σε δάση, που ανήκαν κατά κανόνα κατά κυριότητα στο Οθωμανικό Δημόσιο, δικαίωμα εξουσιάσεως (οιονεί επικαρπίας) με «ταπί», δηλαδή επίσημο τίτλο παραχωρήσεως, που εξέδιδε υπάλληλος του Οθωμανικού Δημοσίου.
Από τις προαναφερθείσες διατάξεις του β.δ. της 17/29.11.1836 συνάγεται ότι για τα δάση που δεν αναγνωρίσθηκαν, κατά τη διαγραφόμενη ειδικότερα στο άρθρο 3 του ίδιου β.δ/τος διαδικασία, ως ιδιωτικά, δημιουργείται νόμιμο τεκμήριο ότι ανήκουν στο Ελληνικό Δημόσιο. Σε βάρος όμως του Δημοσίου ήταν δυνατόν να αποκτηθεί κυριότητα από ιδιώτη σε δημόσιο δάσος, όπως και σε κάθε άλλο δημόσιο κτήμα, σύμφωνα με το ισχύσαν μέχρι την εξαγωγή του ΑΚ β.ρ. δίκαιο με έκτακτη χρησικτησία, προϋποθέσεις της οποίας ήταν η άσκηση νομής, έστω και χωρίς νόμιμο τίτλο, επί 30 τουλάχιστον χρόνια, με καλή όμως πίστη, δηλαδή με την ειλικρινή πεποίθηση ότι με την άσκηση της νομής δεν προσβάλλονται τα δικαιώματα κυριότητας τρίτων, εφόσον όμως ο χρόνος της χρησικτησίας είχε συμπληρωθεί το αργότερο μέχρι και την 11.9.1915. Με την απόδειξη συμπληρώσεως έκτακτης χρησικτησίας κατά τον ανωτέρω τρόπο επέρχεται ανατροπή του ανωτέρω τεκμηρίου κυριότητας του Δημοσίου επί δασικών εκτάσεων. Ο σχετικός ισχυρισμός προτείνεται κατ’ ένσταση εναντίον αγωγής του Δημοσίου από τον εναγόμενο ιδιώτη που προβάλλει δικό του δικαίωμα κυριότητας σε δασική έκταση αναγόμενο σε κτήση με έκτακτη χρησικτησία συμπληρωθείσα πριν από την τελευταία ημερομηνία (βλ. ΑΠ 874/06 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 730-1/01 ΕλΔ 47.1020-1021, ΑΠ 191/97 ΕλΔ 38.1543, ΑΠ 956/90 ΕλΔ 31.324, ΟλΑΠ 75/87 ΝοΒ 37.84, ΑΠ 701/78, ΕΑ 1162/02).
Την κτήση κυριότητας με χρησικτησία εκ μέρους ιδιώτη και σε βάρος του Δημοσίου υπό τις ίδιες προαναφερόμενες προϋποθέσεις αναγνώρισαν τα Ελληνικά Δικαστήρια και για τα λιβάδια, θεωρώντας ότι τα τεκμήρια κυριότητος υπέρ του Δημοσίου, σε όλες τις προαναφερόμενες περιπτώσεις είναι μαχητά.
3. ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΣΤΗΝ ΕΚΤΟΣ ΣΧΕΔΙΟΥ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΗΣ ΝΟΤΙΑΣ ΕΥΒΟΙΑΣ
Στην περιοχή της Νότιας Εύβοιας και ειδικότερα της ΚΑΡΥΣΤΙΑΣ, κατ’ εξοχήν ορεινή, έχει εκδηλωθεί τα τελευταία χρόνια έντονο ενδιαφέρον για την εγκατάσταση και λειτουργία σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (Α.Π.Ε.).
4. ΠΡΟΣΦΑΤΗ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΚΟΥ ΚΑΘΕΣΤΩΤΟΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΝΟΤΙΑΣ ΕΥΒΟΙΑΣ
Σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 1 του Ν. 3468/2006 για να παρασχεθεί άδεια παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από Α.Π.Ε. ή Σ.Η.Θ.Υ.Α. εκ μέρους τη Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας (Ρ.Α.Ε.), έπρεπε μεταξύ άλλων κριτηρίων, ο ενδιαφερόμενος να εξασφαλίσει δικαίωμα χρήσης της θέσης εγκατάστασης του έργου. Τέτοιο δικαίωμα θα μπορούσε να εξασφαλίσει με μίσθωση, αγορά ή χρησιδάνειο. Συνεπώς ο φορέας εγκατάστασης του έργου θα έπρεπε να συμβληθεί με τους αδιαμφισβήτητους νομίμους κυρίους, νομείς και κατόχους των θέσεων εγκατάστασης του έργου.
Ορισμένοι ενδιαφερόμενοι φορείς, έσπευσαν να συνάψουν προκαταβολικά, ώστε να έχουν εξασφαλίσει το κριτήριο αυτό όταν θα υπέβαλαν την αίτηση για άδεια παραγωγής τη Ρ.Α.Ε., συμβάσεις μακροχρόνιας μίσθωσης των αναγκαίων εκτάσεων με τους ιδιοκτήτες αυτών, οι οποίοι προέκυπταν από σειρά νομίμων τίτλων, νόμιμα μετεγεγραμμένων και μετ’ έλεγχο των τίτλων αυτών. Άλλοι όμως ενδιαφερόμενοι φορείς επιδίωξαν να παρακάμψουν τους ιδιοκτήτες των εκτάσεων, ώστε να αποφύγουν την καταβολή ανάλογων μισθωμάτων σ’ αυτούς. Κατέθεσαν λοιπόν αίτηση στον αρμόδιο Δασάρχη, ζητώντας να προβεί σε χαρακτηρισμό των εκτάσεων ως δασικών, ώστε σύμφωνα με το τεκμήριο που θεσπίζει ο δασικός κώδικας να εμφανίζεται ιδιοκτήτης αυτών το Δημόσιο και όχι οι επί σειρά ετών και με νόμιμους τίτλους κύριοι αυτών. Οι αρμόδιες δασικές αρχές, βασιζόμενες σε φωτοερμηνίες αεροφωτογραφιών του έτους 1945 και χωρίς τη διενέργεια αυτοψιών, χαρακτήρισαν την πλειοψηφία τους ως δασικές τις σχετικές εκτάσεις. Εξ’ αιτίας της διαδικασίας που ακολουθήθηκε ως προς τον χαρακτηρισμό δεν έχουν ληφθεί υπόψη της υπηρεσίας οι πάμπολλες και διάσπαρτες στο χώρο αποδείξεις καλλιεργητικών ενεργειών κατά το παρελθόν, όπως αλώνια, στέρνες, πεζούλες, καλύβια, εκχερσώσεις, που αποδεικνύουν την έντονη ανθρωπογενή παρουσία και επέμβαση στις εκτάσεις αυτές και αποκλείουν τον δασικό τους χαρακτήρα.
Σημειώνεται ότι τα όρια των επί μέρους ιδιοκτησιών, αφ’ ενός περιγράφονται λεπτομερώς στους διαδοχικούς τίτλους ιδιοκτησίας, αφετέρου δεν αμφισβητούνται μεταξύ των ιδιοκτητών, αφού έχουν παγιωθεί επί σειρά ετών, με νόμιμες πράξεις μεταβιβάσεων οι οποίες φτάνουν και πέραν του έτους 1885.
Με βάση τον χαρακτηρισμό των εκτάσεων ως δασικών οι ενδιαφερόμενες εταιρίες κατέθεσαν στην Αποκεντρωμένη διοίκηση Θεσσαλίας και Κεντρικής Ελλάδας αιτήσεις με τις οποίες ζήτησαν την έγκριση επέμβασης για τις εγκαταστάσεις των υποσταθμών τους και άδειες οδοποιίας και εκτέλεσης συνοδών έργων, ισχυριζόμενες ότι οι σχετικές εκτάσεις ανήκουν στο Ελληνικό Δημόσιο. Από την πλευρά της η Γενική Γραμματεία της ως άνω Αποκεντρωμένης Διοίκησης, ενέκρινε τις μελέτες οδοποιίας, δηλώνοντας ότι «δεν φέρει καμία ευθύνη σε περίπτωση εκκίνησης δικαιωμάτων τρίτων επί του συνόλου της έκτασης ή μέρους αυτής».
Με τη μεθόδευση αυτή, η μεν επίσημη πολιτεία, σηκώνει τα χέρια της ως Πόντιος Πιλάτος με την προαναφερόμενη δήλωση ότι «δεν φέρει καμία ευθύνη σε περίπτωση εκκίνησης δικαιωμάτων τρίτων επί του συνόλου της έκτασης ή μέρους αυτής», και χρησιμοποιώντας ως πολιορκητικό κριό έναν απλό διοικητικό της υπάλληλο, τον Δασάρχη, επιχειρεί να στερήσει τις ιδιοκτησίες από τους μέχρι πρότινος αναμφισβήτητους κυρίους αυτών, και να τους αποβάλλει απ’ αυτές, κατά τρόπο προδήλως αυθαίρετο και παράνομο, καταπατώντας τις διατάξεις του Συντάγματος και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης που προστατεύουν πλήρως το δικαίωμα της ιδιοκτησίας.
5. ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗΣ ΤΟΥ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΚΟΥ ΚΑΘΕΣΤΩΤΟΣ
Η παραπάνω εξέλιξη έχει δημιουργήσει έντονη αναστάτωση στο σύνολο των κατοίκων της περιοχής, αφού όλοι τους είναι συνιδιοκτήτες τμημάτων των περιοχών όπου θα εγκατασταθούν τα αιολικά πάρκα, οι οποίοι με σειρά διαβημάτων προς όλες τις συναρμόδιες υπηρεσίες ζήτησαν τον σεβασμό του συνταγματικά προστατευμένου δικαιώματος της ιδιοκτησίας τους, το οποίο είναι αποφασισμένοι να προστατεύσουν με όλα τα νόμιμα μέσα.
Σημειώνεται ότι στο άρθ. 11 παρ 3 του Ν. 3468/2006 ορίζεται ότι για τους σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής από Α.Π.Ε. και τα έργα σύνδεσής τους με το Σύστημα ή το Δίκτυο, εφαρμόζονται αναλόγως υπέρ του κατόχου της άδειας παραγωγής, οι διατάξεις της παρ. 8 του άρθ. 9 του Ν. 2941/2001, οι οποίες προβλέπουν μία σειρά προνομίων υπέρ της ΔΕΗ και εμποδίζουν τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων περί νομής.
Η αντιμετώπιση του ιδιοκτησιακού καθεστώτος της ορεινής εκτός σχεδίου περιοχής της Νότιας Εύβοιας, δηλαδή η όψιμη αμφισβήτηση της κυριότητας των ιδιοκτητών της γης μετά πάροδο δύο σχεδόν αιώνων, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την έννοια Ευνομούμενης Πολιτείας και Κράτους Δικαίου, πυροδοτεί κλίμα καθολικής αγανάκτησης των ιδιοκτητών, Δημάρχων και Δημοτικών Συμβουλίων, Σωματείων και Συλλόγων της περιοχής και αυτοδικίας και δεν διευκολύνει την γρήγορη και ασφαλή εκτέλεση των έργων εγκατάστασης αιολικών πάρκων στην περιοχή. Πέραν τούτων, η περιοχή της Εύβοιας, η οποία δεν κατελήφθη κατά την Εθνεγερσία με τα όπλα και συνεπώς δεν περιήλθε ως λεία πολέμου στο Ελληνικό Δημόσιο, αλλά διατηρήθηκαν ακέραια σ’ αυτή ιδιωτικά δικαιώματα επί της γης που προϋπήρχαν της ένωσής της με την Ελλάδα, θα έπρεπε τουλάχιστον να είχε την ίδια μεταχείριση την οποία προβλέπει το άρθρο 62 του Δασικού Κώδικα με τα Ιόνια Νησιά, την Κρήτη, τη Λέσβο, τη Σάμο, τη Χίο, τα Κύθηρα, Αντικύθηρα και Κυκλάδες, τα οποία σε δίκες με το Δημόσιο, δεν φέρουν το βάρος να αποδείξουν την ύπαρξη εμπραγμάτων δικαιωμάτων που διεκδικούν σε δάση ή δασικές ή χορτολιβαδικές εκτάσεις.
Για την διαφύλαξη των νομίμων και αναμφισβήτητων δικαιωμάτων κυριότητος των ιδιοκτητών γης της Νοτίου Ευβοίας στις οποίες πρόκειται να εγκατασταθούν τα αιολικά πάρκα, για την αποτροπή φαινομένων έντονων αντιδράσεων και ενδεχομένως αυτοδικιών εκ μέρους των δικαίως αγανακτισμένων ιδιοκτητών γής, αλλά και για επιτάχυνση της ολοκλήρωσης της εγκατάστασης των αιολικών πάρκων και των συνοδευτικών έργων, είναι αναγκαίο να θεσπισθεί άμεσα διάταξη νόμου.
Η προτεινόμενη τροπολογία συνιστά αναγνώριση του υφιστάμενου από την ένωση της Εύβοιας με την υπόλοιπη απελευθερωμένη Ελλάδα μέχρι και σήμερα ιδιοκτησιακού καθεστώτος στις εκτός σχεδίου περιοχές αυτής, το οποίο έχει αποτυπωθεί σε σειρά μακρόχρονη τίτλων ιδιοκτησίας, νόμιμα μεταγεγραμμένων, αλλά και έχει αναγνωρισθεί κατά καιρούς τόσο με αποφάσεις των αρμόδιων διοικητικών οργάνων (Υπουργών Γεωργίας, Νομαρχών, κλπ) όσο και με αποφάσεις Δικαστηρίων, πρώτου και δευτέρου βαθμού, οι οποίες το διερεύνησαν σχολαστικά.
Ειδικότερα:
1. Με την πρώτη παράγραφο της προτεινόμενης τροπολογίας εντάσσεται στις αναφερόμενες στο άρθρο 62 του Ν. 998/1979 (Δασικός Κώδικας) περιοχές, στις οποίες δεν ισχύει το τεκμήριο κυριότητος υπέρ του Δημοσίου, και η Νήσος Εύβοια.
2. Με τη δεύτερη παράγραφο της τροπολογίας αναγνωρίζεται η εγκυρότητα των νομίμων τίτλων ιδιοκτησίας που αναφέρονται στις εκτός σχεδίου περιοχές της Εύβοιας, υπό τον όρο ότι στηρίζονται σε νόμιμη σειρά μεταβιβάσεων εν ζωή ή αιτία θανάτου, οι οποίες ανάγονται προ της 10/9/1885 και είναι μεταγεγραμμένες στα αρμόδια υποθηκοφυλάκεια, ανεξάρτητα από το αν τμήματά τους μετέπειτα απέκτησαν χαρακτηριστικά δάσους ή δασικής έκτασης εξαιτίας της εγκατάλειψης των καλλιεργητικών συνηθειών.
3. Με την τρίτη παράγραφο της προτεινόμενης τροπολογίας, η οποία αποτελεί λογική συνέπεια της δεύτερης παραγράφου, επιβάλλεται στους φορείς υπέρ των οποίων έχουν εκδοθεί άδειες παραγωγής για μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από Α.Π.Ε., πριν την έναρξη των εν γένει εργασιών εγκατάστασης να εξασφαλίσουν δικαίωμα χρήσης των εδαφών που αναφέρονται στις εκδοθείσες αντιστοίχως άδειες, συνάπτοντας συμβάσεις με τους ιδιοκτήτες αυτών οι οποίοι προκύπτουν από σειρά νόμιμων τίτλων μεταγεγραμμένων στα υποθηκοφυλακεία προ της 10/9/1885.
Το κείμενο της προτεινόμενης τροπολογίας έχει ως εξής:
ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΑΣ
1. Στις εξαιρέσεις του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 62 του Ν. 998/1979 (Δασικός Κώδικας), περιλαμβάνεται και η Νήσος Εύβοια.
2. Θεωρούνται έγκυρες και ισχυρές έναντι του Δημοσίου οι εν ζωή ή αιτία θανάτου μεταβιβάσεις ιδιοκτησιών, ευρισκομένων στις εκτός σχεδίου περιοχές της νήσου Εύβοιας, εφόσον οι μεταβιβάσεις ή οι τίτλοι στους οποίους στηρίζονται ανάγονται προ της 10/9/1885 και έχουν νομίμως μεταγραφεί, ανεξαρτήτως της μορφής που φέρουν έκτοτε και μέχρι σήμερα οι ιδιοκτησίες αυτές και ειδικότερα ανεξαρτήτως του γεγονότος αν μέρος αυτών καλύπτεται από άγρια ποώδη ή ξυλώδη βλάστηση, οποιασδήποτε μορφής ή διάπλασης.
3. Φορείς υπέρ των οποίων έχουν εκδοθεί άδειες παραγωγής για εγκατάσταση μονάδων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας στις περιοχές της Νήσου Εύβοιας, υποχρεούνται πριν την έναρξη της εκτέλεσης των έργων υποδομής να εξασφαλίσουν δικαίωμα μακρόχρονης χρήσης της απαιτούμενης γης, συνάπτοντας συμβάσεις με τους ιδιοκτήτες αυτών που προκύπτουν από σειρά νομίμων τίτλων μεταγεγραμμένων στα αρμόδια υποθηκοφυλάκεια που ανάγονται προ της 10/9/1885.
Αθήνα 3/04/2012
Ο προτείνων Βουλευτής
Κωνσταντίνος Μαρκόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου