Όπως αναφέρεται, κανένας απατεώνας και καταχραστής δημοσίου χρήματος δεν καταγράφει στη δήλωση πόθεν έσχες τα προϊόντα των εγκληματικών του δραστηριοτήτων. Με την συγκεκριμένη πρωτοβουλία επιχειρείται έλεγχος όχι μόνο του πόθεν αλλά πρωτίστως του έσχες. Έτσι, επιβάλλεται αναδρομικός έλεγχος προσώπων που άσκησαν κυβερνητικά καθήκοντα από το 1974, και επιπλέον για τους υπόχρεους σε δήλωση (βουλευτές, δημόσιους λειτουργούς), προβλέπεται σύγκριση των περιουσιακών τους στοιχείων, ώστε όσα από αυτά δεν δικαιολογούνται ή δεν είχαν δηλωθεί να κατάσχονται υπέρ του δημοσίου. Για τον έλεγχο προβλέπονται όλα τα σύγχρονα στη διάθεσή μας μέσα και ποινικές κυρώσεις για όσους συμπράττουν σε υποβολή ανακριβούς δήλωσης.
Με την συγκεκριμένη πρόταση νόμου ελπίζουμε να μπει τέλος στην
συλλήβδην αμφισβήτηση ακόμα και πολύ νέων βουλευτών, καθώς καθιστά απολύτως διαφανή και αποτελεσματική την εφαρμογή του νόμου για το «πόθεν έσχες». Άλλωστε ο βουλευτής είχε από καιρό και από του βήματος της Βουλής αναφερθεί στην ανάγκη ανάληψης τέτοιων πρωτοβουλιών.
συλλήβδην αμφισβήτηση ακόμα και πολύ νέων βουλευτών, καθώς καθιστά απολύτως διαφανή και αποτελεσματική την εφαρμογή του νόμου για το «πόθεν έσχες». Άλλωστε ο βουλευτής είχε από καιρό και από του βήματος της Βουλής αναφερθεί στην ανάγκη ανάληψης τέτοιων πρωτοβουλιών.
Η πρόταση νόμου.
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ
Στην πρόταση νόμου «Τροποποίηση του ν. 3213/2003 «Δήλωση και έλεγχος περιουσιακής κατάστασης βουλευτών, δημοσίων λειτουργών, ιδιοκτητών ΜΜΕ και άλλων κατηγοριών προσώπων»
Προς τη Βουλή των Ελλήνων
Α. Επί της αρχής
Ο νόμος 3213/2003 για το «Πόθεν έσχες» έχει αποδειχθεί και πάντως θεωρείται ανεπαρκής για τον επιδιωκόμενο από την πολιτεία σκοπό. Πράγματι «Κανένας απατεών και κανένας καταχραστής δημοσίου χρήματος δεν καταγράφει στη δήλωση «Πόθεν έσχες», τα προϊόντα των εγκληματικών του δραστηριοτήτων», όπως έχει τονισθεί επανειλημμένως εντός και εκτός Βουλής. Πρέπει, συνεπώς, για λόγους τόσο πρόληψης, όσο και καταστολής να καταστεί δυνατή η διερεύνηση και μάλιστα της πραγματικής αξίας, αν πρόκειται για ακίνητα, όχι μόνο του «Πόθεν», στο οποίο περιορίζεται ουσιαστικά ο έλεγχος και το ενδιαφέρον των Μ.Μ.Ε. και του κοινού, αλλά πρωτίστως του «έσχες». Το ζήτημα που τίθεται, συνεπώς, είναι να θεσπιστούν εφαρμόσιμα και αποτελεσματικά μέσα διακρίβωσης τόσο του «έσχες» όσο και του «πόθεν», έτσι που να αποθαρρύνεται η διολίσθηση στη διαφθορά οποιουδήποτε από τις διάφορες κατηγορίες προσώπων που είναι υπόχρεα σε υποβολή της δήλωσης «Πόθεν έσχες».
Ειδικώς προκειμένου περί προσώπων που άσκησαν κυβερνητικά καθήκοντα από το 1974 κι εδώ και των στενών συγγενών τους, επιβάλλεται ο αναδρομικός έλεγχος του «έσχες» και του «πόθεν» ώστε από την ατεκμηρίωτη και την αναποτελεσματική γενίκευση της κατακραυγής που εξυπηρετεί την υπεκφυγή ενόχων και τους συμψηφισμούς μεταξύ των, να διακριθεί η εξατομικευμένη ευθύνη που εξασφαλίζει για όλους κάθαρση στο παρελθόν και «καθαρούς λογαριασμούς» στο μέλλον.
Από τις προτεινόμενες αλλαγές ιδιαίτερη σημασία αποδίδουμε στην «εγγύηση» από τον υπόχρεο σε δήλωση της περιουσιακής του κατάστασης για την ειλικρίνειά της, με την πρόσθετη δήλωση παραίτησης υπέρ του ελληνικού δημοσίου από οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο δεν έχει, τυχόν, καταγραφεί με την επιφύλαξη δικαιολογημένης άγνοιας της ύπαρξής του κατά το χρόνο υποβολής της δήλωσής αυτής. Παραλλήλως απειλούνται με ποινικές, πέραν των άλλων κυρώσεις, όσοι συμπράττουν στην υποβολή ανακριβούς δήλωσης και τα φυσικά πρόσωπα ή υπάλληλοι νομικών προσώπων που γνωρίζουν ή έχουν ενδείξεις ή υποψίες ότι διαπράττεται, έχει διαπραχθεί, επιχειρείται ή επιχειρήθηκε παράβαση του νόμου αυτού και δεν ενημέρωσαν αρμοδίως και αμελητί. Προς τούτο κάμπτεται οποιοδήποτε επαγγελματικό απόρρητο και δεν ισχύουν οποιεσδήποτε υποχρεώσεις εχεμύθειας ή εμπιστευτικότητας έναντι του οιουδήποτε υπόχρεου σε δήλωση «πόθεν έσχες».
Οι αλλαγές αυτές και οι λοιπές προτεινόμενες στο νόμο 3213/2003 όπως ισχύει, επιβάλλονται λόγω της ριζικής μεταβολής στην κλίμακα και της απάμβλυνσης των προτεραιοτήτων μεταξύ ηθικών και υλικών αξιών στην κοινή συνείδηση από την εποχή -1964- που η κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου εισηγήθηκε και η Βουλή εψήφισε ομοφώνως το νόμο «Περί Προστασίας της τιμής του πολιτικού κόσμου», το περίφημο «Πόθεν έσχες». Τότε οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες εντός των οποίων εκινείτο ο δημόσιος βίος και η Οικονομία επέτρεπαν πλήρη σχεδόν διαφάνεια της περιουσιακής κατάστασης των μελών του Κοινοβουλίου, των Υπουργών και των λοιπών παραγόντων του τόπου. Άλλωστε η νομοθεσία περί προστασίας του εθνικού νομίσματος καθιστούσε αδύνατη και την ελάχιστη μη νόμιμη συναλλαγματική συναλλαγή, αφού και η ελάχιστη εξαγωγή συναλλάγματος για λόγους σπουδών, υγείας ή εμπορικής συναλλαγής – προϋπέθετε έγκριση της Τραπέζης της Ελλάδος.
Έκτοτε και οι συνθήκες αυτές έχουν τόσο πολύ αλλάξει, η ηλεκτρονική τεχνολογία και το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα παρέχουν τόσες δυνατότητες, ώστε να είναι απολύτως αφελής η σκέψη ότι ο ισχύων νόμος για το «Πόθεν έσχες» μπορεί, ως έχει, να εξασφαλίσει πλήρη διαφάνεια της περιουσιακής κατάστασης όσων οφείλουν να καταθέτουν τη σχετική δήλωση. Προς τούτο προτείνεται, πέραν των πολιτικών προσώπων να αναρτώνται στο δικτυακό τόπο της Βουλής οι δηλώσεις και των λοιπών υπόχρεων υποβολής δήλωσης «πόθεν έσχες».
Β. Επί των άρθρων
Με το άρθρο 1:
Προβλέπεται ότι δήλωση περιουσιακής τους κατάστασης, καθώς και των συζύγων, των τέκνων τους και των αδελφών τους υποβάλλουν, εντός προθεσμίας 120 ημερών από την έναρξη ισχύος του παρόντος, και όσοι διετέλεσαν από το έτος 1974 και εντεύθεν Πρωθυπουργοί, Αρχηγοί πολιτικών κομμάτων που εκπροσωπούνται ή εκπροσωπήθηκαν στο ελληνικό κοινοβούλιο, Υπουργοί, αναπληρωτές Υπουργοί και Υφυπουργοί κυβερνήσεων, από το έτος ανάληψης των καθηκόντων τους και για κάθε έτος έως και το έτος 2010. Η ανωτέρω ρύθμιση καθίσταται αναγκαία προκειμένου να καταστεί δυνατή η συγκριτική ανάλυση των οικονομικών τους στοιχείων και να διαπιστωθεί, ιδίως, εάν η απόκτηση νέων ή η επαύξηση υφιστάμενων περιουσιακών στοιχείων από τα ανωτέρω πρόσωπα, δικαιολογείται από το ύψος των πάσης φύσεως εσόδων τους, σε συνδυασμό με τις δαπάνες διαβίωσής τους.
Με το άρθρο 2:
Προβλέπεται ότι οι δηλώσεις όλων των υπόχρεων προσώπων υπόκεινται σε ηλεκτρονική επεξεργασία από αυτοτελή ειδική βάση δεδομένων που εγκαθίσταται για το σκοπό αυτό και ορίζεται ρητώς ότι μετά την ηλεκτρονική επεξεργασία πρέπει να προκύπτει ευκρινώς και με σαφήνεια το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων και η αξία τους ανά κατηγορία περιουσιακών στοιχείων.
Με το άρθρο 3:
Ορίζεται ότι εφεξής όλες οι δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης των προσώπων που ορίζονται στο άρθρο 1 παρ. 1 του παρόντος αναρτώνται στο διαδικτυακό τόπο της Βουλής με μέριμνα του Προέδρου της Επιτροπής του άρθρου 21 του ν. 3023/2002 και διευκρινίζεται ότι η δημοσίευση σε όλα τα Μ.Μ.Ε. (έντυπα, ηλεκτρονικά, διαδικτυακά και όχι μόνον στον τύπο που ισχύει μέχρι σήμερα) των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης που υποβάλλουν τα πρόσωπα που ορίζονται στο άρθρο 1 παρ. 1 επιτρέπεται υπό την προϋπόθεση ότι δημοσιεύεται ολόκληρο το κείμενο τους.
Με το άρθρο 4:
1. Ορίζεται, κατ’ αρχάς, ότι οι υπόχρεοι σε δήλωση περιουσιακής κατάστασης βουλευτές, δημόσιοι λειτουργοί, ιδιοκτήτες ΜΜΕ κ.λπ. μπορούν, οικειοθελώς, με την υποβολή της (ή εντός της προθεσμίας υποβολής της) να συνυποβάλουν ειδική δήλωση με την οποία παραιτούνται ρητώς και ανεκκλήτως υπέρ του ελληνικού Δημοσίου από κάθε ενοχικό ή εμπράγματο δικαίωμα επί οποιουδήποτε ακινήτου ή κινητού πράγματος ή οποιουδήποτε χρηματικού ποσού ή άυλου τίτλου ή οποιουδήποτε άλλου περιουσιακού στοιχείου, που δεν έχει περιληφθεί στις ανωτέρω δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης, συνιστώντας επί της ουσίας δωρεά υπέρ του Δημοσίου οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου που δεν έχει περιληφθεί στις δηλώσεις αυτές.
2. Καθορίζεται η διαδικασία με την οποία ολοκληρώνεται από το ελληνικό Δημόσιο η απόκτηση των ανωτέρω περιουσιακών στοιχείων, περιγράφονται οι αρμοδιότητες και οι ενέργειες του Υπουργού Οικονομικών, οι προθεσμίες εντός των οποίων ασκούνται τα σχετικά δικαιώματα του Δημοσίου, καθώς και τα ένδικα μέσα διά των οποίων ο υπόχρεος, στην περίπτωση που αποδεικνύει ότι δεν γνώριζε και δεν μπορούσε να γνωρίζει την ύπαρξη του περιουσιακού στοιχείου, δύναται να ζητήσει προστασία από τα αρμόδια Δικαστήρια. 3. Τέλος, ορίζεται ότι, κατά παρέκκλιση της ισχύουσας νομοθεσίας, κάμπτεται οποιοδήποτε επαγγελματικό απόρρητο και δεν παράγουν έννομες συνέπειες οποιεσδήποτε συμβατικές ή νόμιμες υποχρεώσεις εχεμύθειας ή εμπιστευτικότητας οποιουδήποτε έναντι του υπόχρεου, οι οποίες αφορούν σε μη δηλωθέντα περιουσιακά στοιχεία του.
Με το άρθρο 5:
Ορίζεται ότι εφόσον, κατά τον έλεγχο της δήλωσης περιουσιακής κατάστασης διαπιστωθεί περίπτωση ενεργοποίησης της πρότασης δωρεάς του άρθρου 2 της παρ. 5α, συντάσσεται έκθεση που αποστέλλεται στον Υπουργό Οικονομικών. Εφόσον διαπιστωθεί ανάγκη διερεύνησης άλλων θεμάτων ενημερώνονται οι αρμόδιες αρχές.
Με το άρθρο 6:
Ορίζεται ότι τα αναφερόμενα στο άρθρο 5 του ν. 3691/2008 πρόσωπα (πιστωτικά ιδρύματα, χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί, εταιρείες κεφαλαίου επιχειρηματικών συμμετοχών, εταιρείες παροχής επιχειρηματικού κεφαλαίου, ορκωτοί ελεγκτές-λογιστές, εταιρείες ορκωτών ελεγκτών-λογιστών, ιδιώτες ελεγκτές, φορολογικοί ή φοροτεχνικοί σύμβουλοι κ.λπ.) έχουν υποχρέωση να ενημερώνουν αμελλητί τις αρχές όταν γνωρίζουν ή έχουν σοβαρές ενδείξεις ότι διαπράττεται οποιαδήποτε παράβαση των υποχρεώσεων των ελεγχόμενων προσώπων.
Με το άρθρο 7:
Προβλέπονται ποινικές κυρώσεις για όσους συμπράττουν στην υποβολή ανακριβούς δήλωσης και για όσους παραβιάζουν την ανωτέρω υποχρέωση γνωστοποίησης.
Τέλος, με το άρθρο 8:
Ορίζεται ότι στην περίπτωση των αδικημάτων της μη υποβολής ή υποβολής ανακριβούς δήλωσης, τα περιουσιακά στοιχεία που δεν δηλώθηκαν, δημεύονται με την καταδικαστική απόφαση, εφόσον δεν έχει προηγηθεί εφαρμογή της παρ. 5 του άρθρου 2 περί παραίτησης και δωρεάς υπέρ του ελληνικού Δημοσίου.
Αθήνα, 20 Φεβρουαρίου 2012
Οι προτείνοντες Βουλευτές
Απόστολος Κακλαμάνης Βουλ. Β’ Περ. Αθηνών
ΠΡΟΤΑΣΗ ΝΟΜΟΥ
Τροποποίηση του ν. 3213/2003 «Δήλωση και έλεγχος περιουσιακής κατάστασης βουλευτών, δημοσίων λειτουργών, ιδιοκτητών ΜΜΕ και άλλων κατηγοριών προσώπων»
Άρθρο 1
Μετά την περίπτωση ιστ΄ του άρθρου 1 του ν. 3213/2003, προστίθεται περίπτωση ιζ΄ ως ακολούθως:
«ιζ΄. Επίσης, δήλωση της περιουσιακής τους κατάστασης, των συζύγων, των τέκνων τους και των αδελφών τους υποβάλλουν όσοι διετέλεσαν από το έτος 1974 και εντεύθεν Πρωθυπουργοί, Αρχηγοί πολιτικών κομμάτων που εκπροσωπούνται ή εκπροσωπήθηκαν στο ελληνικό κοινοβούλιο, Υπουργοί, αναπληρωτές Υπουργοί και Υφυπουργοί κυβερνήσεων, από το έτος ανάληψης των καθηκόντων τους και για κάθε έτος έως και το έτος 2010, κατά παρέκκλιση της παρ. 2 του άρθρου αυτού. Σε περίπτωση που τα ανωτέρω υπόχρεα πρόσωπα έχουν αποβιώσει, την ανωτέρω υποχρέωση έχουν οι νόμιμοι κληρονόμοι τους. Οι ανωτέρω δηλώσεις υποβάλλονται από τους υπόχρεους στην Επιτροπή του άρθρου 21 του ν. 3023/2002 εντός προθεσμίας 120 ημερών από τη θέση του παρόντος σε ισχύ».
Άρθρο 2
Η παράγραφος 2 του άρθρου 2 του ν. 3213/2003, αντικαθίσταται ως εξής: «2α. Οι δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης των προσώπων που αναφέρονται στην παρ. 1 του προηγούμενου άρθρου συντάσσονται σε ειδικό έντυπο, το οποίο υπόκειται σε ηλεκτρονική επεξεργασία από αυτοτελή ειδική βάση δεδομένων, που εγκαθίσταται για το σκοπό αυτό. Μετά την ηλεκτρονική επεξεργασία, πρέπει να προκύπτει ευκρινώς το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων και η αξία τους ανά κατηγορία περιουσιακών στοιχείων, και, ιδίως, α) η συνολική αξία των ακινήτων, όπως αυτή προσδιορίζεται σύμφωνα με τις διατάσεις περί φορολογίας μεταβίβασης ακινήτων, β) το συνολικό ποσό σε ευρώ (€) των κάθε μορφής καταθέσεων που διατηρούνται σε τράπεζες, ταμιευτήρια και άλλα ημεδαπά ή αλλοδαπά πιστωτικά ιδρύματα, γ) η συνολική αξία των μετοχών, μεριδίων ή συμμετοχών σε ημεδαπά και αλλοδαπά νομικά πρόσωπα, των ομολόγων και λοιπών χρεωστικών τίτλων κάθε είδους, των μεριδίων αμοιβαίων κεφαλαίων κάθε είδους και των παράγωγων χρηματοοικονομικών προϊόντων κάθε είδους, και εν γένει οποιουδήποτε άλλου χρηματοπιστωτικού μέσου, δ) η συνολική αξία των πλωτών και εναέριων μεταφορικών μέσων, των κάθε χρήσης οχημάτων, καθώς και οποιουδήποτε κινητού πράγματος του οποίου η αξία υπερβαίνει το ποσό των 10.000 €.
β. Το περιεχόμενο του ειδικού εντύπου των δηλώσεων, αναφορικά με τον τρόπο αναλυτικής παράθεσης των περιουσιακών στοιχειών για τα πρόσωπα που αναφέρονται στις περιπτώσεις α΄ έως και ε΄, καθώς και ιζ΄ της παρ. 1 του προηγούμενου άρθρου καθορίζεται με απόφαση του Προέδρου της Βουλής. Το αντίστοιχο περιεχόμενο του ειδικού εντύπου των δηλώσεων, για τα λοιπά υπόχρεα πρόσωπα, καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Άρθρο 3
Η παράγραφος 3 του άρθρου 2 του ν. 3213/2003, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 56 παρ. 1 Ν.3979/2011, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Οι δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης των προσώπων που ορίζονται στο άρθρο 1 παρ. 1 του παρόντος αναρτώνται στο διαδικτυακό τόπο της Βουλής με μέριμνα του Προέδρου της Επιτροπής του άρθρου 21 του ν. 3023/2002 (Α` 146), όπως ισχύει, ο οποίος καθορίζει τη μορφή, τον τύπο, τη χρονική διάρκεια της ανάρτησης και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια. Η δημοσίευση στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης που υποβάλλουν τα πρόσωπα που ορίζονται στο άρθρο 1 παρ. 1 επιτρέπεται υπό την προϋπόθεση ότι δημοσιεύεται ολόκληρο το κείμενο τους. Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι επιτρεπτή η επιλεκτική δημοσιοποίηση ονομαστικών στοιχείων».
Άρθρο 4
Στο άρθρο 2 του ν. 3213/2003 προστίθεται παράγραφος 5 ως ακολούθως:
«5. α) Οι υπόχρεοι σε δήλωση περιουσιακής κατάστασης της παρ. 1 του άρθρου 1 δύνανται κατά την υποβολή της ή μέσα στην προθεσμία αυτής να συνυποβάλουν ειδική δήλωση του εξής περιεχομένου:
«Παραιτούμαι ρητώς και ανεκκλήτως υπέρ του ελληνικού Δημοσίου από κάθε ενοχικό ή εμπράγματο δικαίωμά μου επί οποιουδήποτε ακινήτου ή κινητού πράγματος ή οποιουδήποτε χρηματικού ποσού ή άυλου τίτλου ή οποιουδήποτε άλλου περιουσιακού στοιχείου, όπως ενδεικτικώς αναφέρεται και θεωρείται κατά την παράγραφο 1α του άρθρου 2 του ν. 3213/2003 αν για οποιονδήποτε λόγο η καταγραφή του δικαιώματος αυτού στην υποβληθείσα ή συνυποβαλλόμενη δήλωση περιουσιακής μου κατάστασης κατά τα άρθρα 1 και 2 του ν. 3213/2003 έχει παραλειφθεί. Η παραίτησή μου αυτή ισχύει για όλα τα εν λόγω περιουσιακά μου στοιχεία, είτε αυτά βρίσκονται στην Ελλάδα είτε στην αλλοδαπή, ακόμη και αν τα εξ αυτών δικαιώματα ασκούνται από τρίτον, εξουσιοδοτημένο ή μη να τα ασκεί στο όνομά του ή στο όνομά μου. Η παραίτησή μου αυτή ισχύει ως δήλωση μεταβίβασης των παραπάνω δικαιωμάτων μου προς το Δημόσιο».
β) Η απόκτηση από το ελληνικό Δημόσιο της κυριότητας ή των λοιπών δικαιωμάτων του κατά τα άνω παραιτουμένου ολοκληρώνεται με πράξη αποδοχής του Υπουργού Οικονομικών και με τη δημοσίευση της πράξης αυτής στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε άλλη διατύπωση ή δήλωση, πλην της καταχώρισης της παραίτησης και της πράξης του Υπουργού σε δημόσια βιβλία, όπου αυτό απαιτείται. Ως προς τα ενοχικά δικαιώματα απαιτείται αναγγελία στον οφειλέτη.
γ) Η παραπάνω πράξη του Υπουργού και οι σχετικές δημοσιεύσεις διενεργούνται μέσα σε τρεις μήνες από την ημέρα κατά την οποία γνωστοποιούνται στον Υπουργό με οποιονδήποτε τρόπο τα παραλειφθέντα περιουσιακά στοιχεία ή κατά την οποία ο Υπουργός ενημερώνεται αποδεδειγμένα με άλλον τρόπο για την παράλειψη. Από τη γνωστοποίηση ή ενημέρωση του Υπουργού για νέες παραλείψεις τρέχει νέα τρίμηνη προθεσμία. Η εκπρόθεσμη διενέργεια των πράξεων του Υπουργού δεν αίρει την εγκυρότητά τους, αλλά συνιστά παράβαση καθήκοντος. Η πράξη αποδοχής του Υπουργού, όταν πρόκειται για ενοχικά δικαιώματα, για τα οποία δεν ισχύει η αρχή της ειδικότητας, μπορεί να γίνει και πριν από την ως άνω ενημέρωση και να αφορά και αβέβαιες απαιτήσεις ή σύνολο απαιτήσεων, οπότε η απόκτηση του ενοχικού δικαιώματος θα τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της ύπαρξης και του προσδιορισμού του ποσού των απαιτήσεων.
δ) Πιστωτικά ιδρύματα της ημεδαπής ή της αλλοδαπής, στα οποία οι παραιτούμενοι έχουν καταθέσεις οποιασδήποτε μορφής, από τη στιγμή που θα ενημερωθούν από το ελληνικό Δημόσιο ότι στη δήλωση των παραιτουμένων δεν περιλαμβάνονται οι καταθέσεις αυτές ή όλες οι καταθέσεις αυτές, θα αναγνωρίζουν ως δικαιούχο των παραλειφθεισών καταθέσεων το ελληνικό Δημόσιο, εφόσον τούτο έχει προβεί στην αντίστοιχη πράξη αποδοχής, με συνέπεια να μην υφίσταται το τραπεζικό απόρρητο έναντι του κατά τα άνω δικαιούχου ελληνικού Δημοσίου.
Για τη μεταβίβαση των παραπάνω δικαιωμάτων στο Δημόσιο δεν οφείλεται φόρος, τέλος ή εισφορά υπέρ του Δημοσίου, νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή οποιουδήποτε τρίτου και όλες οι πράξεις ή καταχωρίσεις γίνονται ατελώς από τους αρμοδίους.
ε) Εάν για οποιαδήποτε νομική ή πραγματική αιτία δεν καταστεί δυνατή η μεταβίβαση εντός της ανωτέρω προθεσμίας, ο Υπουργός Οικονομικών με πράξη του καταλογίζει υπέρ του Δημοσίου στον ελεγχόμενο χρηματικό ποσό ίσης αξίας με το μη δηλωθέν περιουσιακό στοιχείο. Η αξία του περιουσιακού στοιχείου για τους σκοπούς του ανωτέρω καταλογισμού προσδιορίζεται από το Σώμα Ορκωτών Εκτιμητών εντός προθεσμίας ενός μηνός από την προς τούτο αίτηση του Υπουργού Οικονομικών. Η ανωτέρω πράξη του Υπουργού Οικονομικών είναι αμέσως εκτελεστή κατά του υπόχρεου και η είσπραξη του καταλογισθέντος ποσού γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (ΚΕΔΕ).
στ) Το Δημόσιο οφείλει να ειδοποιήσει το συντομότερο δυνατό για την παράλειψή του τον παραιτηθέντα, ο οποίος εντός προθεσμίας δύο μηνών από την ειδοποίηση αυτή δύναται, μόνο στην περίπτωση που αποδεικνύει τη νόμιμη προέλευσή του και ότι δεν γνώριζε και δεν μπορούσε να γνωρίζει την ύπαρξη του περιουσιακού του στοιχείου, να προσφύγει στα αρμόδια Δικαστήρια για την αναστολή ή ακύρωση της σχετικής μεταβίβασης των δικαιωμάτων του στο Δημόσιο, ή της πράξης καταλογισμού εις βάρος του ποσού ίσης αξίας προς το μη δηλωθέν περιουσιακό στοιχείο. Η αναστολή επιτρέπεται μόνο αν υπάρχει σοβαρός κίνδυνος ανεπανόρθωτης υλικής βλάβης τους παραιτηθέντος. Την εκδίκαση αίτησης ακύρωσης ή αναστολής το αρμόδιο Δικαστήριο προσδιορίζει εντός τριών μηνών από την κατάθεση του δικογράφου. Αναβολή της συζήτησης δεν επιτρέπεται.
ζ) Οι ειδικές δηλώσεις των προσώπων που αναφέρονται στις περιπτώσεις α΄ έως και ε΄ και ιζ΄ της παρ. 1 του προηγούμενου άρθρου συντάσσονται σε ειδικό έντυπο το περιεχόμενο του οποίου καθορίζεται με απόφαση του Προέδρου της Βουλής. Το αντίστοιχο περιεχόμενο του εντύπου της ειδικής δήλωσης για τα λοιπά υπόχρεα πρόσωπα καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
η) Για την εφαρμογή του παρόντος νόμου, κατά παρέκκλιση της ισχύουσας νομοθεσίας, κάμπτεται οποιοδήποτε επαγγελματικό απόρρητο, ενώ είναι ανίσχυρες και δεν παράγουν έννομες συνέπειες οποιεσδήποτε συμβατικές ή νόμιμες υποχρεώσεις εχεμύθειας ή εμπιστευτικότητας οποιουδήποτε έναντι του υπόχρεου, οι οποίες αφορούν σε μη δηλωθέντα περιουσιακά στοιχεία του.
Άρθρο 5
Μετά το τελευταίο (τρίτο) εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 3 του ν. 3213/2003, όπως είχε τροποποιηθεί με το άρθρ.4 Ν.3327/2005 και αντικαταστάθηκε με το άρθρο 9 παρ. 4 Ν.3932/2011, προστίθενται τέταρτο και πέμπτο εδάφιο ως εξής:
«Αν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής της περίπτωσης α΄ της παρ. 5 του άρθρου 2, συντάσσεται σχετική έκθεση, η οποία αποστέλλεται στον Υπουργό Οικονομικών. Εφόσον διαπιστωθεί ανάγκη διερεύνησης θεμάτων που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Επιτροπής του άρθρου 7 του ν. 3691/2008 ή φορολογικής ή άλλης αρχής, η έκθεση αποστέλλεται και στην αρχή αυτή».
Άρθρο 6
Στο τέλος του άρθρου 3 του ν. 3213/2003 προστίθεται νέα παράγραφος 7 ως ακολούθως:
«7. Τα αναφερόμενα στο άρθρο 5 του ν. 3691/2008 πρόσωπα έχουν υποχρέωση να ενημερώνουν αμελλητί τις αρμόδιες επιτροπές του παρόντος άρθρου όταν γνωρίζουν ή έχουν σοβαρές ενδείξεις ή υποψίες ότι διαπράττεται, επιχειρείται να διαπραχθεί, έχει διαπραχθεί ή επιχειρήθηκε να διαπραχθεί οποιαδήποτε παράβαση των υποχρεώσεων των ελεγχόμενων που απορρέουν από τον παρόντα νόμο ή τις κατ΄ εξουσιοδότηση αυτού υπουργικές αποφάσεις.»
Άρθρο 7
Στο άρθρο 6 του ν. 3213/2003 προστίθενται νέες παράγραφοι 4 και 5 ως ακολούθως:
«4. Τρίτος ο οποίος εν γνώσει του συμπράττει στην υποβολή ανακριβούς δήλωσης και ιδίως στην παράλειψη δήλωσης περιουσιακών στοιχείων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και με χρηματική ποινή.
5. Τα φυσικά πρόσωπα και οι υπάλληλοι των νομικών προσώπων του άρθρου 5 του ν. 3691/2008 που παραβιάζουν την υποχρέωση γνωστοποίησης της παρ. 7 του άρθρου 3 του παρόντος τιμωρούνται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών.»
Άρθρο 8
Η περ. β΄ της παρ. 3 του άρθρου 9 του ν. 3213/2003 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«β. Τα περιουσιακά στοιχεία που δεν δηλώθηκαν στην περίπτωση κάποιου από τα αδικήματα των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 6, και εφόσον δεν έχει προηγηθεί εφαρμογή της παρ. 5 του άρθρου 2, δημεύονται με την καταδικαστική απόφαση, εκτός αν ο υπαίτιος αποδεικνύει τη νόμιμη προέλευση τους.»
Αθήνα, 20 Φεβρουαρίου 2012
Οι προτείνοντες Βουλευτές
Απόστολος Κακλαμάνης Βουλ. Β’ Περ. Αθηνών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου