Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2012

Ενα παραμύθι για την οικολογία και την φύση, για μεγάλα παιδιά

Η ΝΕΑ ΓΕΝΕΣΗ.
Μια φορά και έναν καιρό, σε ένα μακρινό μέρος κουρνιασμένο στις εσοχές ενός βουνού, στην χώρα που όλοι πια έχουν ξεχάσει, η ακόμα δεν έχει βρεθεί, ζούσε ένα παράξενο ξωτικό, όπως και χιλιάδες άλλα.
Δεν έμοιαζε με κανένα από τα ξωτικά που μέχρι τώρα έχουμε διαβάσει στα βιβλία, σε αρχαίους μύθους δικούς μας η εξωτικών χωρών, παλιών θρησκειών και καινούργιων ανακαλύψεων.

Το βουνό ήταν γεμάτο από αυτά τα ξωτικά που το καθένα ήταν διαφορετικό από τα άλλα με ξεχωριστή μορφή, ύψος κατασκευή ακόμα και χρώμα!. Το καθένα μιλούσε την

δική του γλώσσα και έτσι δεν μπορούσαν να συννεοηθούν μεταξύ τους με κανέναν τρόπο.

Η γλώσσα που μιλούσαν εμφανιζόταν με την ίδια τους την ύπαρξη και ήταν τόσο μοναδική όσο και κείνα.

Δεν τα γεννούσε κάποια μητέρα αλλά γεννιόντουσαν με τον τρόπο που δημιουργούνται τα σκουλικάκια μετά από την βροχή, που μεγαλώνουν στην πρωινή ομίχλη.

Όλα τους ήταν κοντούλικα, όχι ψηλότερα από το γρασίδι, όχι κοντύτερα από τα βότσαλα που υπήρχαν στις όχθες του μικρού ρυακιού που κυλούσε στην βαθιά κυλάδα περικυκλωμένη από κυπαρίσσια, έλατα, πλατάνια σχίνα βελανιδιές και μυριάδες πολύχρωμα και πανέμορφα λουλούδια και μυρωδάτα βότανα.

Τα μικρά μας ξωτικά δεν μπορούσαν να σκεφτούν η να πιστέψουν σε κάτι. Ούτε καν στον ήλιο, ούτε στο νερό.. Δεν υπήρχε κανένα πάτημα της γης που να ήταν πιο ιερό από κάποιο άλλο.

Στους πρόποδες του βουνού υπήρχε ένα χωριό όπου ζούσαν άνθρωποι, όπως ζουν παντού στον κόσμο, έχοντας απόλυτη άγνοια της ύπαρξης των μικροσκοπικών γειτόνων τους, μιας και τα ξωτικά πάντα άλλαζαν χρώμα σαν τον χαμαιλέοντα όποτε κάποιος άνθρωπος βρισκόταν κοντά τους.

Για αυτά, οι άνθρωποι δεν ήταν κάτι διαφορετικό από το οποιοδήποτε άλλο ζώο, πουλί, η έντομο που θα μπορούσε να τα σκοτώσει η απλά να τα πατήσει κατά λάθος.

Τους οδηγούσε το ένστικτο της επιβίωσης και το μόνο ευγενές συναίσθημα που είχαν ήταν αυτό της ανάτασης.

Δεν μπορούσαν να το περιγράψουν μιας και η γλώσσα τους ήταν περιορισμένη σε ένα βασικό λεξιλόγιο για να επικοινωνούν με τα λουλούδια τα βότανα και τα δέντρα με τις μεγάλες ρίζες που απλώνονταν σαν ραχοκοκαλιά στο έδαφος του δάσους.

Μόνο τα φυτά μπορούσαν να τα ακούσουν και μόνο σε κείνα ανταποκρινόντουσαν κουνώντας τα φύλλα η τους μίσχους.

Οι ρίζες από την άλλη, καταδικασμένες στην φυλακή του εδάφους, άλλαζαν χρώμα για να τους πουν ότι κινδυνεύουν ….

Όποτε έβλεπε το ένα το άλλο είχαν ένα συναίσθημα ενότητας χωρίς να ξέρουν ακριβώς τον λόγο μιας και η εμφάνιση τους ήταν τόσο διαφορετική , παρόλο που στους άλλους κάτοικους του βουνού έμοιαζαν ίδια, όποτε κατάφερναν στιγμιαία να τα δουν πριν να αλλάξουν χρώμα.

Μιας και η βροχή και η πρωινή ομίχλη ήταν η αρχή της τροφής τους, χαρούμενες φωνούλες έβγαιναν καθώς το ουράνιο τόξο φαινόταν στον ουρανό. Μια μυστιριακή μουσική ακουγόταν από το βουνό, μια σύνθεση από χιλιάδες φωνές που δημιουργούσαν έναν φόβο στους ανθρώπους για την άγνωστη πλευρά του βουνού.

Οι άνθρωποι πιστεύουν σε ότι βλέπουν η οτιδήποτε πιστεύουν ότι μπορεί να ελέγχει την ψυχή τους μετά τον θάνατο τους. Μιας και είναι εντελώς απροετοίμαστοι για το τι υπάρχει στο ενδιάμεσο , ήταν πέρα από τις ικανότητες τους να καταλάβουν την πηγή αυτής της ουράνιας μουσικής.

Η Ζωή όμως έχει τις αλλαγές της, ακόμα και για τους μικρούς μας φίλους.

Έτσι λοιπόν η ζωή τους άλλαξε δραματικά κάποια μέρα όταν χειμαρρώδης βροχή έπεσε πάνω στο βουνό.

Το μικρό ρυάκι έγινε ένα μεγάλο ποτάμι και η λάσπη κάλυψε τα πάντα.

Τα λουλούδια πνίγηκαν και εξαφανίστηκαν μέσα στο μαλακό χώμα. Τα ξωτικά βρήκαν καταφύγιο στις πυκνές ρίζες των δέντρων και άρχισαν να σκαρφαλώνουν όσο πιο ψηλά μπορούσαν.

Η βροχή κράτησε για μέρες. Για ατελείωτες σκοτεινές μέρες και νύχτες το νερό γέμισε κάθε πόντο της γης τους και για πρώτη φορά ένιωσαν ένα καινούργιο συναίσθημα να τα κυριεύει. Εμείς οι άνθρωποι, το λέμε φόβο.

Ήταν τόσο παράξενο μιας και το νερό ήταν η μητέρα τους, αλλά τώρα τα νεογέννητα ξωτικά πέθαιναν πριν καν να πάρουν την πρώτη τους ανάσα στην λάσπη, ασφυκτιούσαν μέσα στην ίδια τους την μήτρα, την γη. Για πρώτη φορά στην ιστορία τους κατάφεραν να σταθούν πλάι πλάι..Τόσα πολλά!

Στις σκιές του δάσους ήταν υποχρεωμένα να στέκονται πάνω στις ρίζες , να σκαρφαλώνουν μέρα με την ημέρα όλο και ψηλότερα προσπαθώντας να σωθούν, και τότε, όσο ξαφνικά είχε αρχίσει, η βροχή σταμάτησε.

Το ουράνιο τόξο φάνηκε πολύχρωμο και μεγαλοπρεπές στον ουρανό.

Ποτέ πριν η μουσική δεν ήταν τόσο δυνατή, ποτέ πριν το συναίσθημα της ανάτασης τόσο έντονο, ποτέ πριν δεν είχαν την ευκαιρία να κοιτάξουν το ένα το άλλο τόσο καθαρά, ποτέ πριν δεν είχαν την ευκαιρία να δουν πόσα πολλά είναι.

Ποτέ πριν δεν υπήρχαν λουλούδια να τους καταλαβαίνουν, να τους απαντούν, ποτέ πριν δεν είχαν νιώσει ένα νέο συναίσθημα. Την μοναξιά.

Ποτέ πριν δεν είχαν δει το σπίτι τους σαν σύνολο από τόσο ψηλά.

Ένας ολοκαίνουργιος κόσμος εμφανίστηκε μπροστά στα μάτια τους. Είδαν το ποτάμι τις πλαγιές του βουνού και το χωριό στο βάθος να τσαλαβουτά στις λάσπες.

Ποτέ πριν δεν είχαν σκεφτεί ότι ο κόσμος ήταν κάτι περισσότερο από τα λουλούδια , ότι υπήρχε ζωή ένα βήμα πιο μακριά από τις όχθες του ρυακιού. Ήταν η πρώτη φορά που είδαν τον ουρανό τόσο καθαρά μέσα στην απεραντοσύνη του και ποτέ πριν δεν είχν δει το ουράνιο τόξο σε όλο του το άνοιγμα.κοιτούσαν τριγύρω ήταν ότι αυτός που στέκεται δίπλα μο είναι ίδιος με μένα, και για πρώτη φορά χρειαζόντουσαν μια κοινή γλώσσα να εκφράσουν τα συναισθήματα τους και να μοιραστούν τις ολόφρεσκες σκέψεις.

Οι ρίζες άλλαζαν χρώμα τόσο γρήγορα για να προλάβουν να ανταποκριθούν σε όλα, και έτσι κατάλαβαν ότι η μοναξιά είχε ένα χρώμα, ο φόβος είχε ένα άλλο, ενώ αλλιώς χρωματιζόταν η ανάταση.

Ήταν ό πρώτος κώδικας επικοινωνίας, αν και χωρίς συγκεκριμένη ακόμα μορφή, ήταν ξεκάθαρο ότι είχαν μπει οι βάσεις για την πρώτη συνειδητή τους γλώσσα.

ΗΜΕΡΑ ΠΡΩΤΗ.

Η πλημμύρα δεν άλλαξε μόνο την ζωή για τα ξωτικά αλλά και για τους χωρικούς που ζούσαν στο κοντινό χωριό.

Κατέστρεψε τις σοδιές τους, παρέσυρε τους φράκτες που ξεχώριζαν τις ιδιοκτησίες του καθενός, πλήγωσε ανεπανόρθωτα τους αχυρώνες και τις αποθήκες. Μιας και δεν είχαν μαρκάρει τα ζώα τους, όταν η βροχή σταμάτησε κανείς δεν ήξερε πιο ζώο ανήκε σε ποιόν.

Όλα μαζεμένα σε σημεία που η βροχή δεν θα μπορούσε να τα παρασύρει, είχαν γίνει όλα ένα κοπάδι χωρίς να ξέρουν τον βοσκό.

Ήταν η πρώτη φορά για τους χωρικούς που δεν εντυπωσιάστηκαν από την μουσική που ακουγόταν από το βουνό, αν και ήταν πιο μελωδική από όσες φορές μπορούσαν να θυμηθούν. Ήταν βρεγμένοι, δυστυχείς και απόλυτα μπερδεμένοι καθώς βγήκαν έξω από τα μισοκατεστραμένα σπίτια τους για να δουν την καταστροφή που είχε κάνει η βροχή στο χωριό τους.

Κατάπληκτοι είδαν την λάσπη να έχει σκεπάσει τα πάντα. Οι κήποι τους είχαν εξαφανιστεί, οι σοδιές θαμμένες μέσα στην λάσπη. Τα ζώα σκορπισμένα σε κάθε κάπως απρόσβλητο σημείο.

Ήταν μπερδεμένοι, και δεν ήξεραν τι να κάνουν πρώτα . Ούτε ο παπάς, ούτε ο αρχηγός τους είχε κάποια καλύτερη ιδέα να τους προτείνουν.

Αντί για αυτό, ο αρχηγός τους τους πρότεινε να μαζέψουν κάποια χρήματα για περισσότερους φόρους, ενώ ο παπάς τους τους παρακίνησε να μαζευτούν και να προσευχηθούν για την σωτηρία τους. Ωστόσο, κοιτώντας τριγύρω την απίστευτη καταστροφή, καμιά από τις προτάσεις φάνηκε κατάλληλη. Έτσι λοιπόν, μαζεύτηκαν στην κορφή του κοντινότερου λόφου και αποφάσισαν να ξεκινήσουν από τα βασικά.

Λίγες γυναίκες συμφώνησαν να φροντίζουν τα παιδιά μέχρι 10 χρονών. Μερικές άλλες πρόθυμα συμφώνησαν να είναι υπεύθυνες για το νοικοκυριό και συλλέγουν τροφή για να ταίσουν τους ανθρώπους του κτυπημένου χωριού.

Τα μεγαλύτερα αγόρια και κορίτσια στάλθηκαν να μαζέψουν τα ζώα και οι υπόλοιποι κάτοικοι του χωριού ακόμα και οι γηραιότεροι, όσοι μπορούσαν να σταθούν στα πόδια τους άρχισαν να καθαρίσουν τους δρόμους και τις εισόδους , να απομακρύνουν τις πέτρες και τα ξύλα από τις αυλές και τους κήπους που είχαν έρθει από το βουνό.

Ο ιερέας πήγε παράμερα από την συγκέντρωση και άρχισε να προσεύχεται μόνος του ενώ ο αρχηγός φώναζε διαταγές προσπαθώντας να τους πείσει ότι όλη η οργάνωση ήταν δική του ιδέα, αλλά για πρώτη φορά στην ιστορία του χωριού, κανείς δεν τον άκουγε!


ΗΜΕΡΑ ΔΕΥΤΕΡΗ

Ένας λαμπερός ήλιος ανέβαινε στον ουρανό, δίνοντας μια υπόσχεση για καλύτερες μέρες. Ο ουρανός ήταν ανοικτός μπλέ και δεν υπήρχε ούτε ένα σύννεφο να ρίξει μια σκιά στην ταλαίπωρη γη.

Κάτω από το χρυσό φως τα πάντα φαίνονταν δυνατά, και οι άνθρωποι ένιωθαν ένα απρόσμενο αίσθημα ευτυχίας να τους γεμίζει.

Ήταν σαν να μην ήταν οι ίδιοι πια. Όλα τα αρνητικά συναισθήματα που είχαν όταν είδαν την καταστροφή , τώρα που είχαν αποφασίσει για το τι έπρεπε να γίνει, εξαφανίστηκαν και ολοκαίνουργια συναισθήματα ήρθαν να τα αντικαταστήσουν .Ένιωθαν γεμάτοι καλή θέληση και ενέργεια, ένιωθαν ότι μπορούσαν να καταφέρουν τα πάντα. Όχι, όπως ήταν πριν, αλλά ακόμα καλύτερα ! Κανείς δεν διαφωνούσε για τίποτα ! Δεν χρειαζόταν μιας και όλοι γνωρίζονταν μεταξύ τους, ήξεραν τις δυνατότητες και τις αδυναμίες, είχαν επίγνωση για τις ιδιαιτερότητες και τα ξεχωριστά ταλέντα του καθενός.

Η γυναίκα που πρόσεχε τα παιδιά, μιλούσε με γλυκύτητα σε όλα, ακόμα και σε εκείνο που της έκλεψε το μυρωδάτο φρεσκοψημένο ψωμί από το περβάζι της κουζίνας της.

Η μαγείρισσα δεν είχε άλλη επιλογή από το να μαγειρεύει το ίδιο για όλους, οι άντρες που καθάριζαν τα χωράφια και τους κήπους, αποφάσισαν να μην τσακωθούν για να χαράξουν καινούργια σύνορα στην ιδιοκτησία τους και μιας και δεν υπήρχε τίποτα για να στηριχτούν, έβγαλαν και τους λίγους που είχαν απομείνει, και φύτεψαν περίτεχνους κήπους γύρω στις γειτονιές.

Ήταν τόσο γεμάτοι και ικανοποιημένοι από την πρόοδο τους στην αποκατάσταση και στην οργάνωση τους, που την βραδιά πια που τελείωσαν, πήγαν για ύπνο πιο ευτυχισμένοι από ποτέ.

Οι μέρες περνούσαν αργά και η γη απορροφούσε και τις τελευταίες σταγόνες νερού που πλεόναζε πάνω στο χώμα.

Η ζωή στο χωριό έμπαινε πια σε σταθερούς καινούργιους ρυθμούς.

Τα ζώα τα μοίρασαν ανάλογα τα μέλη της κάθε οικογένειας, όχι για να τα έχουν αποκλειστικά δικά τους, αλλά να τα φροντίζουν για τον εαυτό τους, όπως και για την κοινότητα. Μερικοί φυσικά ήταν λίγο απογοητευμένοι από αυτή την καινούργια μοιρασιά, αλλά μπροστά στην γενική ατμόσφαιρα ομόνοιας που επικρατούσε ανάμεσα στους συγχωριανούς τους, δεν είπαν τίποτα.

Με την καινούργια οργάνωση του χωριού, ο αρχηγός τους πια δεν τους ήταν κατάλληλος, έτσι αποφάσισαν ότι πράγματι δεν χρειαζόντουσαν κάποιον. Αντί για αυτό, συμφώνησαν να ρωτάνε τους γηραιότερους σε κάθε πρόβλημα που εμφανιζόταν, μιας και σε εκείνο τον τόπο ακόμα, ήταν αποδεκτό ότι η πείρα είναι ο καλύτερος σύμβουλος.


ΗΜΕΡΑ ΤΡΙΤΗ

Την «Τρίτη μέρα» ενώ άλλοι πήγαν τα ζώα στις βοσκές, άλλοι πήγαν να φροντίσουν τους σπόρους , άλλοι να προετοιμάσουν την γη για την σπορά, οι γυναίκες ασχολιόντουσαν με το νοικοκυριό και τους κήπους, ενώ εκείνες που ήταν υπεύθυνες για τα παιδιά, αποφάσισαν να πάνε μια εκδρομή στο βουνό να ανακαλύψουν την πηγή της μουσικής που ακουγόταν κάθε φορά μετά την βροχή.

Με την ζωή τους να έχει μπει σε τόσο διαφορετικούς ρυθμούς, οι παλιοί φόβοι είχαν υποχωρήσει και είχαν αντικατασταθεί από αισθήματα περιέργειας που τους οδηγούσαν σε νέες περιπέτειες.

Τα παιδιά, όπως όλα τα παιδιά παντού στον κόσμο, δεν μπορούσαν να αντιληφθούν τις καταλυτικές αλλαγές που είχαν έρθει στην ζωή τους.

Έτσι λοιπόν, γεμάτα ενθουσιασμό , πειράζοντας το ένα το άλλο, κελαιδούσαν σαν πρωινά πουλάκια και ανέβαιναν σιγά σιγά τους πρόποδες του βουνού.

Όλο και ψηλότερα, όλο και πιο κοντά στην πηγή της μουσικής, τα μικρά μας ξωτικά.

Όταν έφτασαν κοντά στην κορφή, ανακάλυψαν ένα όμορφο λιβάδι, καταπράσινο και καθαρό, μια κηλίδα πράσινου που άστραφτε κάτω από τον καυτό ήλιο. Μικρά ζωάκια παραμόνευαν πίσω από τους κορμούς των δέντρων, τα παιδιά άκουγαν τις φωνούλες τους να πνίγονται μέσα στην πλούσια βλάστηση, ενώ καταπράσινα βατραχάκια πηδούσαν από το ένα μέρος στο άλλο και τα τρόμαζαν.

Τα παιδιά ήταν τόσο ενθουσιασμένα και πραγματικά ευτυχισμένα έτρεχαν και έπαιζαν στο λιβάδι.


Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ 


Οι μικροί μας φίλοι ήταν ακόμα πάνω στα δέντρα και στις ρίζες, χωρίς να ξέρουν το τι πρέπει να κάνουν. Όταν είδαν τα παιδιά να παίζουν στο λιβάδι, σκέφτηκαν ότι το μέρος εκεί θα ήταν στεγνό και θα μπορούσαν να κατέβουν για να ξανακινήσουν πάλι την ζωή τους από την αρχή.

«Κοιτάξτε! Κοιτάξτε εκεί!» Ένα χαριτωμένο αγοράκι με αστραφτερά μπλε μάτια και ξανθά μαλλιά που του έπεφταν σαν κουρτίνα στο μέτωπο, φώναξε στους φίλους του.

«Κοιτάξτε εκεί! Είναι μικρούλικα και πολύχρωμα! Τι είναι?»

Δεν πρόλαβε να τελειώσει την σκέψη του, και τα μικρά ξωτικά άλλαξαν χρώμα και εξαφανίστηκαν μέσα στα χρώματα και τις σκιές του δάσους.

Τα παιδιά χωρίστηκαν σε ομάδες και άρχισαν να ψάχνουν τριγύρω ! Κοίταξαν πίσω από τα δέντρα, κοίταξαν κάτω από τις πέτρες, κοίταξαν παντού και στο τέλος άρχισαν να κοροιδεύουν τον φίλο τους που απορημένος και στεναχωρημένος έλεγε και ξαναέλεγε «μα τα είδα! Εκεί ήταν! Ήταν μικροσκοπικά, παράξενα, και που ξέρετε ότι αυτά δεν κάνουν την μουσική που ακούμε? Ίσως πιστεύουν στην βροχή η στον ήλιο και για αυτό προσεύχονται όταν βγαίνει το ουράνιο τόξο!»

Τα υπόλοιπα παιδιά δεν κάθισαν να τον ακούσουν παρά έτρεξαν μακριά να συνεχίσουν το παιχνίδι τους.

Το αγόρι όμως δεν συνέχισε το παιχνίδι μαζί τους. Άρχισε προσεκτικά να μαζεύει πετραδάκια και σημείωσε το σημείο όπου είχε δει για πρώτη φορά τα παράξενα πλασματάκια.



To απόγευμα έφτασε ξεκούραστο και έτοιμο για την υποδοχή της νύχτας, τα παιδιά όμως κουρασμένα από το ολοήμερο παιχνίδι σύρθηκαν πίσω στο χωριό. Εξουθενωμένα αλλά χαρούμενα έφτασαν στο κρεβάτι τους και αφέθηκαν στην αγκαλιά των παιδικών ονείρων.

Όλοι κοιμήθηκαν εκτός από το αγόρι…Όταν η μητέρα του πήγε να τον φιλήσει για καληνύχτα ήταν ακόμα ξύπνιος , φέρνοντας στο μυαλό του ξανά και ξανά την στιγμή που είχε δει το μικρό παράξενο πλασματάκι.

‘Πρέπει να είναι ένα είδος ξωτικών» ήταν η τελευταία του σκέψη καθώς τα βλέφαρα του γινόντουσαν όλο και πιο βαριά, και τότε ένα όνειρο ήρθε όπου επαναλαμβανόταν η πολύτιμη στιγμή της οπτικής επαφής του με το ξωτικό. Ακόμα και στον ύπνο του συνέχισε να σκέφτεται σαν να ήταν ξύπνιος και αποφάσισε να πάει ξανά σε εκείνο το σημείο για να λύσει το μυστήριο.


ΗΜΕΡΑ ΤΕΤΑΡΤΗ – ΤΑ ΞΩΤΙΚΆ 

Όταν είδαν το αγόρι τα ξωτικά άλλαξαν χρώμα και εξαφανίστηκαν από τα μάτια του, αλλά ένα κατάλαβε τον λόγο αυτής της αλλαγής.

Είχε ήδη νιώσει αυτήν την εμπειρία πριν, αλλά τώρα για πρώτη φορά συνέδεσε την αλλαγή με την εμφάνιση κάποιου φαινομενικού κινδύνου. Ένιωσε την ανάγκη να μοιραστεί αυτή την ανακάλυψη με τα άλλα και έτσι πήγε κοντά σε μια ριζούλα για βοήθεια.

«Μπορείς να με βοηθήσεις? Πρέπει να τους το πω, αλλά δεν ξέρω πως!»

«Α! Μην ανησυχείς! Θα βρω τον τρόπο!» είπε η ρίζα.

Εν τω μεταξύ, η γη είχε γεμίσει πάλι λουλούδια και βότανα, έτοιμα να συμμετάσχουν σε ένα νέο κύκλο ζωής. Η ρίζα μετέδωσε το νέο και κείνο ταξίδεψε απ’ άκρη σε άκρη του δάσους, από τις πιο βαθιές ρίζες μέχρι τα ψηλότερα φυλλώματα. Μια σιωπηλή γλώσσα αλλά ταυτόχρονα τόσο δυνατή, σαν την ίδια την φύση.

Τα φυτά και τα δέντρα αποφάσισαν ότι είχε έρθει η ώρα να μεταφέρουν την σοφία τους στα ξωτικά. Πρώτα όμως έπρεπε να τους διδάξουν μια κοινή γλώσσα! Τα μάζεψαν κοντά τους και αρχίζοντας από τις πιο απλές λέξεις, συνέχισαν μέχρι που έσταξαν και την τελευταία σταγόνα γνώσης μέσα στα μικροσκοπικά τους κεφαλάκια.

Τα ξωτικά συνεπαρμένα μάθαιναν να επικοινωνούν και να ανταλλάζουν τις εντυπώσεις τους, μάθαιναν τις ιδιότητες των φυτών, των βοτάνων, των ριζών και των φυλλωμάτων. Έμαθαν για τις ιαματικές και τις προληπτικές δυνατότητες τους, έμαθαν για την ίδια την ουσία της ζωής μέσα στις ισορροπίες της και τις αντιθέσεις της.

«Γιατί δεν μας είχατε πει τίποτα τόσο καιρό?» Ζήτησαν να μάθουν τα ξωτικά. « Γιατί δεν μπορούσατε να μας καταλάβετε.. έπρεπε να έρθει η στιγμή που μόνα σας θα μπορούσατε να συλλάβετε μια ιδέα, μια σκέψη.. όλα τα άλλα κυλούν σαν το νερό στο ρυάκι..»

Με το πέρασμα του καιρού, εξικοιόνωνταν όλο και περισσότερο με τις ιδιότητες της φύσης και θαύμαζαν τον τρόπο που λειτουργούσε. Μια μέρα είχαν μαζευτεί στο μεγάλο ξέφωτο και ενώ μιλούσαν για τις καινούργιες τους γνώσεις μια ερώτηση αιωρήθηκε για λίγο μέχρι που έπεσε σαν σπόρος σε οργωμένη γη. « Από ότι μας δίδαξαν τα φυτά, μάθαμε ότι όλα κάνουν κάτι. Εμείς όμως τι κάνουμε εκτός από το να υπάρχουμε και να πεθαίνουμε? Έχετε προσέξει ότι δεν υπάρχουν νέα πια? Η βροχή δεν γεννά πια! Θα πεθάνουμε όλα και δεν θα υπάρξει άλλο σαν και μας να μεταφέρει την γνώση που μάθαμε! Όλα θα πάνε χαμένα πριν να μάθουμε να συμμετέχουμε και μεις στον κύκλο της ζωής!»

Μια βαριά σιωπή έπεσε σαν τα μολυβένια σύννεφα σε χειμωνιάτικο ουρανό και τους κάλυψε με τη σκοτεινιά της. Είχαν μάθει τόσα πράγματα για το τίποτα? Εξαπλώθηκαν στο δάσος ανήσυχα για το μέλλον τους. Αισθήματα απόγνωσης κάλυψαν τα πρώτερα της ικανοποίησης… Είχαν χάσει άραγε για πάντα την ικανότητα να υπάρχουν? Τι είχε συμβεί?

Μετά λίγες μέρες συναντήθηκαν πάλι στο ξέφωτο μιας και είχαν αποφασίσει αυτό να είναι το σημείο συνάντησης τους.

Το λιβάδι γέμισε με τα χρώματα των ξωτικών ενώ οι φωνούλες τους γέμιζαν τον αέρα. Η ανησυχία τους ήταν ολοφάνερη και οι ερωτήσεις τους χωρίς απάντηση. Τελικά ένα από αυτά ανέβηκε σε μια πετρούλα για να ξεχωρίζει και να μπορούν όλα να το βλέπουν.

«Έχετε καταλάβει ότι οι αλλαγές όλες ξεκίνησαν με την βροχή? Ούτε δυο βόλτες δεν έχει κάνει το φεγγάρι στον ουρανό και η μοίρα μας έχει αλλάξει τρομακτικά. Τώρα πια αναγνωρίζουμε το ένα το άλλο, μιλάμε στην ίδια γλώσσα, έχουμε μάθει τόσο υπέροχα νέα πράγματα, αλλά δεν υπάρχουν νέα όντα πια! Έχει προσέξει κανείς κάτι άλλο?»

Μια στιγμή απόλυτης σιωπής και περισυλλογής ακολούθησε μέχρι που ένα πλησίασε τον μικρό βράχο με διστακτικά βήματα.

Ανέβηκε πάνω και άρχισε να αποκαλύπτει το σώμα του από τα φύλλα καστανιάς που το είχε καλύψει. « Κοιτάξτε με» είπε. « Υπάρχουν αλλαγές στο σώμα μου. Ξεκίνησαν μετά την μεγάλη βροχή, θα ήθελα να εξετάσετε και σεις το σώμα σας να δείτε αν τις έχετε και σεις!»

Ένας ήχος από θρόισμα φύλλων ακούστηκε καθώς τα ξωτικά ακουμπούσαν τα φύλλα που σκέπαζε το κορμί τους στο έδαφος, ένας ήχος που τον ακολούθησε μια θύελλα έκπληκτων επιφωνημάτων με πνιχτά γέλια και φοβισμένα λόγια! Όπως φάνηκε, όλων τα σώματα είχαν αλλάξει αλλά όχι με τον ίδιο τρόπο.

Αφού εξέτασαν το ένα το άλλο, αποφάσισαν να χωριστούν ανάλογα το είδος της αλλαγής. Μέσα σε μια φοβερή αναταραχή σχηματίστηκαν δύο ομάδες . « Ας ρωτήσουμε τα φυτά!» φώναξαν, και σκορπίστηκαν τριγύρω για να βρουν τις απαντήσεις τους. Τα φυτά ευχαρίστως τους διαφώτισαν για ακόμα μια φορά για τα μυστήρια της ζωής και πως συνεχίζεται στα είδη της. Αυτές οι αλλαγές τους θύμιζαν τους ανθρώπους, και τους περιέγραψαν τον τρόπο, μιας και είχαν γίνει μάρτυρες πολλών περιστατικών στις μαλακές και μυρωδάτες αγκαλιές τους.

Έκπληκτα τα ξωτικά μάθαιναν για έναν ολοκαίνουργιο τρόπο διαιώνισης και σαν παιχνίδι πειραματιζόντουσαν στην πρακτική της.

Περίεργα πρωτόγνωρα συναισθήματα άρχισαν να φωλιάζουν στις μικρές τους καρδιές και τα λουλούδια τους είπαν ότι τα λένε…αγάπη, έρωτα, συμπάθεια. Για αρκετό καιρό ζούσαν παρασυρμένα σε αυτό το καινούργιο κόσμο των αισθημάτων, μέχρι που ένιωσαν την ανάγκη να αποκαλούν τον σύντροφο τους, η την σύντροφο τους με ένα ξεχωριστό όνομα, που θα τους ξεχωρίζει από όλους τους άλλους.

Μαζεύτηκαν πάλι όλα, για άλλη μια φορά στο ξέφωτο και γέμισαν τις ρίζες της γέρικης βελανιδιάς. Εκείνη με την σοφία της γης και του ουρανού ονόμασε το κάθε ένα σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά του και την συμπεριφορά του. Στο τέλος ήταν τόσο χαρούμενα που αν και δεν υπήρχε βροχή άρχισαν να τραγουδούν τόσο δυνατά και χαρούμενα που οι χωρικοί βγήκαν στις αυλές περίεργοι από αυτήν την ξαφνική μελωδία που έκφραζε μια πρωτόγνωρη ένταση και πάθος. Τι συνέβαινε? Το μικρό αγόρι που τα είχε δει κατάλαβε ότι σημαντικό είχε συμβεί. Κάτι συγκλονιστικό που θα άλλαζε την ζωή του για πάντα.


ΗΜΕΡΑ ΠΕΜΠΤΗ 

Η επόμενη μέρα ήταν άλλη μια σημαδιακή μέρα στην ζωή των ξωτικών. Ένα θηλυκό γέννησε ένα μωρό! Μαζεύτηκαν όλα να το δουν! Ρωτούσε το ένα πάνω στην ερώτηση του άλλου, βιαστικά και επίμονα ήθελαν να μάθουν το πώς έγινε, πως ένιωσε, αν πόνεσε!...

Για άλλη μια φορά, όπως και τόσες τον τελευταίο καιρό ολόφρεσκα συναισθήματα ήρθαν να προστεθούν και να εμπλουτίσουν την ψυχή τους , να βαπτίσουν το μυαλό τους στα νερά της καινούργιας γνώσης.

Η ζωή τους είχε αλλάξει και εκείνα δεν ήταν τα ίδια πια! Σίγουρα οι αλλαγές τους άρεσαν και εκείνο το πρώτο συναίσθημα της Ανάτασης βρήκε το νόημα του. Ήξεραν!


ΤΟ ΑΓΟΡΙ

Το αγόρι το έλεγαν Ειρηναίο. Ήταν ένα ωραίο ευγενές όνομα και του άρεσε πάρα πολύ. Το αγαπημένο του παιχνίδι ήταν να φαντάζεται ότι είναι ένας ιππότης που έπαιρνε μέρος σε παράτολμες περιπέτειες. Την νύχτα ονειρευόταν δράκους και νεράιδες, πνεύματα και ξωτικά. Είχε μια ζωηρή φαντασία, έβλεπε σκιές και τα έπαιρνε για φαντάσματα, ένιωθε βαθιές αλλαγές στην ψυχολογία του ανάλογα το τι γινόταν γύρω του, σύμφωνα με το πώς αισθανόταν ο κάθε άνθρωπος που τον πλησίαζε. Περπατούσε ανάμεσα στους κορμούς των δέντρων και προσπαθούσε να αφουγκραστεί το κρυφό νόημα των θροισμάτων των φύλλων, και το σύρσιμο πάνω στα στοιβαγμένα χαμόκλαδα. Ένιωθε έναν σύνδεσμο με τον αόρατο κόσμο, τον κόσμο που οι άνθρωποι φοβόντουσαν και προτιμούσαν να αγνοούν.

Ποτέ δεν τόλμησε να μιλήσει για όλα αυτά στους γονείς του η στους φίλους του. Δεν ήθελε να τους αναστατώσει ιδιαίτερα τώρα που προσπαθούσαν να ξαναστήσουν την ζωή τους από την αρχή.


ΗΜΕΡΑ ΕΚΤΗ

Ένα από τα ξωτικά, ονομάστηκε Φύλλος, καθώς το αγαπημένο του μέρος ήταν κάτω από τα φύλλα μιας άγριας τουλίπας. Ήταν λίγο διαφορετικό από τα υπόλοιπα ξωτικά που συνεπαρμένα με τους καινούργιους τους ρόλους, ήθελαν να είναι σε μεγάλες ομάδες . Προτιμούσε να μένει μόνο του και να επεξεργάζεται όλες τις γνώσεις που είχε γίνει κοινωνός. Να τις βγάζει μια μια και να προσπαθεί να τις ενώσει με άλλες, η να βρίσκει τις διαφορές, η να απομνημονεύει τις γνώσεις για τη φύση. Του άρεσε να ανεβαίνει ψηλά στην γέρικη βελανιδιά και να αγναντεύει τον ορίζοντα η να ρίχνει περίεργες ματιές στο χωριό! Ρωτούσε την βελανιδιά για τους ανθρώπους, για την ιστορία τους και στις συνήθειες τους. « Ξέρουν ότι ξέρουμε?» Την ρώτησε μια μέρα. « Δεν έχουν την παραμικρή ιδέα ! « απάντησε η βελανιδιά.

Ο Φύλλος αναστέναξε και ρώτησε…» Τι θα γινόταν αν…αν υπήρχε ένας τρόπος να μάθουν όσα μας μάθατε …αν μπορούσαμε με κάποιο τρόπο να τους τα πούμε…»

Ο Φύλλος έσπασε το κεφαλάκι του να βρει μια απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα..Είχαν μάθει να επικοινωνούν μεταξύ τους, να επικοινωνούν με όλη την φύση γύρω τους, αλλά πως θα μπορούσαν να επικοινωνήσουν με τους τεράστιους αυτούς ανθρώπους, που ακόμα και ο μικρότερος ήταν υπερβολικά μεγάλος για αυτούς?

« Εάν μπορούσα να σκαρφαλώσω σε κάποιον, να φτάσω μέχρι το αυτί του, να του ψιθυρίσω …αλλά πως…»

Την επόμενη μέρα πήγε στο λιβάδι, εκεί που είχε δει το παιδί.

Σε αυτόν τον πράσινο φωτεινό κύκλο ένιωθε ότι εκείνη την ημέρα κάτι πολύ σημαντικό επρόκειτο να συμβεί. Πράγματι, στο σημείο που θυμόταν το παιδί κοιμόταν ξαπλωμένο πάνω στο γρασίδι.

Ο Φύλλος γεμάτος περιέργεια πλησίασε το παιδί, και σκαρφάλωσε πάνω του. Πλησίασε τα μαλλιά του και τράβηξε μια τρίχα, κύλησε στην μύτη και στάθηκε στον ώμο του. Το παιδί κουνήθηκε και ο Φύλλος γλίστρησε μέσα στην τσέπη του πουκάμισου του. Ήταν σκοτεινά εκεί ο Φύλλος τρομοκρατημένος άρχισε να φωνάζει για βοήθεια.

Η μικρή του φωνούλα όμως δεν μπορούσε να φτάσει μέχρι τα αυτιά των συντρόφων του, έτσι μακριά όπως βρισκόταν από τους συντρόφους του. Στο τέλος κουρασμένος αποκοιμήθηκε ενώ ακόμα σκεφτόταν το πώς θα έβγαινε από την υφασμάτινη φυλακή του.


Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ

Ο Ειρηναίος έψαχνε το φυλακτό του φοβούμενος ότι του είχε πέσει στο λιβάδι. Δεν το βρήκε στις τσέπες του παντελονιού του, ούτε στις τσέπες του μπουφάν του. Ο Φύλλος είδε τεράστια δάκτυλα να τον πλησιάζουν αλλά αντί για τρόμο ένιωσε ανακούφιση. Επιτέλους θα μπορούσε να έχει την επαφή που τόσο επιθυμούσε. Ο Ειρηναίος ένιωσε κάτι μαλακό και με περιέργεια έσυρε τον Φύλλο με προσοχή έξω από την τσέπη του.

ΑΑΑΑ! Αναφώνησε και πέταξε τον Φύλλο στο γρασίδι που έπεσε χωρίς να κτυπήσει όμως στο μαλακό έδαφος. Στάθηκε, κοίταξε ψηλά και συνάντησε την έκπληκτη ματιά του αγοριού. Είχε πάρει μια αστεία έκφραση που έδιναν στα όμορφα χαρακτηριστικά του μια αλλόκοτη μάσκα. Ο Φύλλος άρχισε να γελά και ο Ειρηναίος γέλασε και αυτός, μιας και το γέλιο είναι το ίδιο σε όλες τις γλώσσες. Γονάτισε και εξέτασε τον Φύλλο . Στο τέλος τον έπιασε σχεδόν με δέος ! « Για δες! Πω πω! Τι είσαι εσύ?» ρώτησε τον Φύλλο ενώ τον ανέβαζε στο ύψος των ματιών του. « Θα σε πάρω μαζί μου!» του ανακοίνωσε και χαρούμενος άρχισε να κατεβαίνει την πλαγιά ενώ οι αχτίνες του ήλιου ήδη γονάτιζαν πίσω από τις ψηλότερες κορφές.

Μέχρι τα πρώτα γκρίζα χρώματα να βάζουν τον ουρανό ο Ειρηναίος είχε φτάσει στο χωριό. Το πρόσωπο του είχε κοκκινίσει από το τρέξιμο και τον ενθουσιασμό..Όρμησε μέσα στο σπίτι του, απάντησε αφηρημένα στις ανήσυχες ερωτήσεις της μητέρας του και βιαστικά κλείστηκε στο δωμάτιο του όπου θα μπορούσε να εξετάσει με την ησυχία του το πολύτιμο εύρημα του. Κάθισε στο κρεβάτι και ακούμπησε τον Φύλλο πάνω στο στρώμα. Ο Φύλλος άρχισε να πηδάει χαρούμενα και να εξετάζει το νέο περιβάλλον. Και οι δύο μιλούσαν ακατάπαυστα, συνεπαρμένοι από τις ιδιαίτερες σκέψεις τους και προσδοκίες.

Μέχρι εκείνη την στιγμή δεν είχαν καταλάβει την σημασία αυτής της συνάντησης παρόλο που η ψυχή τους είχε μεγαλώσει τόσο πολύ, που ένιωθαν ότι μπορούσε πια να χωρέσει τον κόσμο όλο.

Προσπαθούσαν να βρουν ένα τρόπο να επικοινωνήσουν, με λόγια με εκφράσεις, με χειρονομίες, με κινήσεις! Στο τέλος εξουθενωμένοι, κοιμήθηκαν με τα κεφαλάκια τους να ακουμπούν και τα μαλλιά τους να μπλέκονται. Και τότε το θαύμα έγινε!

Ο Ειρηναίος ονειρεύτηκε τον Φύλλο και μέσα στο όνειρο μπορούσε να τον καταλάβει! Ο Φύλλος του είπε όλα όσα ήξερε, όλα τα μυστικά και αθώρητα που του είχαν εμπιστευτεί ο κόσμος του βουνού, και κει στη γη του ονείρου ο Ειρηναίος ένιωσε βαθιά μέσα στο είναι του, μέχρι και το πυρήνα του κάθε του κυττάρου, ότι ήταν μέρος, τίποτα άλλο παρά μέρος, αυτής της υπέροχης φύσης που τόσο τον συγκινούσε.

Το πρωί άνοιξαν τα μάτια τους που φωτιζόντουσαν από την εμπειρία της νύχτας και ενώ μιλούσαν ο καθένας την δική του γλώσσα μπορούσαν να καταλαβαίνουν ο ένας τον άλλο.



Ο Ειρηναίος διέσχισε για άλλη μια φορά το χωριό με προορισμό το λιβάδι. Το πρωινό ήταν γεμάτο φωνές ανθρώπων που πήγαιναν στις δουλειές τους, αλλά και γεμάτο με τις φωνές τις φύσης που τώρα πια έφτανε πολύ διαφορετικό στα αυτιά του Ειρηναίου.

Απίθωσε με ευλάβεια τον Φύλλο στο λιβάδι, και συγκινημένοι αποχαιρετίστηκαν αφού έδωσαν την υπόσχεση να κρατήσουν και να αναπτύξουν την επαφή ανάμεσα στους δυο τους κόσμους.

Ο Ειρηναίος, γεμάτος την σιγουριά που δίνει η αυτογνωσία σφύριζε ένα χαρούμενο σκοπό , έναν σκοπό που έμοιαζε με τον μελωδία που ακουγόταν από το βουνό μετά την βροχή, ενώ στο μυαλό του σχηματιζόταν η απόφαση του τι θα έκανε από εκείνη την στιγμή και όλη του την ζωή.

Θα γινόταν ο Προφήτης της Φύσης, και θα βοηθούσε τους ανθρώπους να νιώσουν την ευλογία της ακόμα πιο βαθιά στην ζωή τους.

http://sofiascomments.blogspot.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...