Είναι ενδιαφέρον ότι κανείς δεν ασχολείται πια με την ελληνική γεωργία. Εδώ που τα λέμε, ούτε στο πρόσφατο παρελθόν μιλούσαν και πολλοί επί της ουσίας. Οι απόηχοι της κρίσης του αγροτικού χώρου έφταναν στα αυτιά του κοινού όταν, στις εποχές των παχιών αγελάδων και αγροσυνδικαλιστών, καταλαμβάνονταν από τα τρακτέρ οι εθνικές οδοί, έκλειναν τα σύνορα της χώρας και η ιαχή «όλα τα κιλά όλα τα λεφτά» δονούσε τη χειμερινή ατμόσφαιρα. Οι διεκδικήσεις περιορίζονταν μονότονα στην εξασφάλιση των επιδοτήσεων και πολύ σπάνια άγγιζαν τα λεγόμενα διαρθρωτικά προβλήματα του τομέα, την εγκατάλειψη των ορεινών και ημιορεινών γαιών, την εξάντληση φυσικών πόρων όπως το νερό και το έδαφος, την υποβάθμιση του τοπίου, την έλλειψη ανταγωνιστικότητας των προϊόντων.
Τώρα ούτε καν αυτό. Γιατί άραγε; Ενας λόγος είναι ίσως ότι οι κατ' επάγγελμα γεωργοί κοντεύουν να μας τελειώσουν. Οι ιδιοκτήτες γεωργικής γης είναι πια ως επί το πλείστον κάτοικοι πόλεων, με άλλο κύριο επάγγελμα, που είτε εκμισθώνουν τις γαίες τους είτε προσλαμβάνουν μόνιμο και εποχικό προσωπικό για τη δουλειά στο χωράφι (κατά κανόνα αλλοδαπούς). Ενας άλλος λόγος είναι η μείωση της συμμετοχής της γεωργίας στο επίσημο ΑΕΠ της χώρας σε λιγότερο από 3%. Με την οικονομική συνεισφορά τόσο χαμηλή και την ανθρώπινη συμμετοχή να φθίνει ραγδαία, ο αγροτικός τομέας τείνει να μην απασχολεί τους πολλούς.
Και όμως τα πράγματα δεν θα έπρεπε να είναι έτσι. Πρώτα απ' όλα, η γεωργική δραστηριότητα αφορά τα 4/10 του εθνικού εδάφους. Στις εκτάσεις αυτές έχουν επενδυθεί υψηλότατα ποσά ήδη από τον Μεσοπόλεμο - σε άρδευση, αποστράγγιση, πρόσβαση, αποθηκευτικούς χώρους, εξηλεκτρισμό και τις συναφείς υποδομές. Επειτα, η συμβολή του τομέα στον εθνικό πλούτο υποτιμάται συστηματικά καθώς μεγάλο μέρος της γεωργικής παραγωγής αυτοκαταναλώνεται ή ανταλλάσσεται ακόμη και στις μέρες μας παράγοντας υψηλότατες αξίες χρήσης αλλά όχι αγοραία αξία.
Σκεφθείτε πόσες ελληνικές οικογένειες καταναλώνουν το ίδιο τους το λάδι ή το κρασί, πόσες διαθέτουν λαχανόκηπο και οπωρώνα στο εξοχικό ή προμηθεύονται παντοειδή γεωργικά προϊόντα απευθείας από τον παραγωγό χωρίς αυτά να καταγράφονται στους εθνικούς λογαριασμούς. Με άλλα λόγια, η γεωργία είναι πολύ σημαντικότερη για την πραγματική οικονομία από ό,τι εμφανίζεται στους εθνικούς λογαριασμούς.
Υπάρχει όμως και μια άλλη, ιδιαίτερα βαρύνουσα παράμετρος στους καιρούς που ζούμε. Η διατροφή είναι ανελαστική και οι αγοραίες τιμές συχνά δεν αντανακλούν την οριακή τιμή της. Αυτό γίνεται εμφανές σε περιόδους κρίσης. Ενα ποτήρι νερό από τη βρύση του σπιτιού μου έχει πρακτικά μηδενικό κόστος (και αντιστοίχως αξία), αλλά το ίδιο ποτήρι λ.χ. στη Σαχάρα θα είχε άπειρη αξία που θα απεικόνιζε την απόσταση μεταξύ ζωής και θανάτου. Το ίδιο ισχύει για ένα πιάτο φαΐ, κάτι γνωστό από τους προπάτορες κατά τα χρόνια της Κατοχής όταν αντάλλασσαν οικογενειακά κειμήλια για ένα αυγό. Με άλλα λόγια, και δεδομένων των συνθηκών, θα πρέπει να ξαναδούμε τη γεωργία ως τομέα που μπορεί να εξασφαλίσει την επιβίωση.
Αυτό φυσικά δεν είναι εύκολο. Μια ολόκληρη γενιά γαλουχήθηκε με φληναφήματα περί κοινωνίας της γνώσης, έστρεψε την πλάτη στις χειρωνακτικές εργασίες, λησμόνησε βασικές γνώσεις και δεξιότητες, έμαθε να μισεί το αγροτικό παρελθόν της. Ονειρεύτηκε και εν πολλοίς έζησε ελεύθερη και πλούσια ζωή. Τώρα τα πράγματα άλλαξαν. Η γεωργία μπορεί και πρέπει να ελκύσει και πάλι το ενδιαφέρον των νέων κυρίως ανθρώπων και η Κοινή Αγροτική Πολιτική βοηθά προς αυτή την κατεύθυνση.
Οι καλλιέργειες μπορεί να γίνουν καινοτόμες και παραγωγικές, το τοπίο να προστατευθεί, η μονοκαλλιέργεια να περιορισθεί, η βιοποικιλότητα να περισωθεί, οι δραστηριότητες της υπαίθρου να γίνουν πολυσθενείς συνδεόμενες με τον τουρισμό και τη μεταποίηση.
Αν θέλετε, αυτός μοιάζει να είναι και ο μονόδρομος που θα βοηθήσει το έθνος να επιβιώσει, λιτότερα ίσως από το πρόσφατο παρελθόν, πάντως να επιβιώσει. Πολλώ μάλλον που παγκοσμίως υπάρχει μια τάση αύξησης της τιμής των αγροτικών προϊόντων λόγω τόσο του υπερπληθυσμού όσο και της κλιματικής αλλαγής.
Η γεωργία πρέπει λοιπόν να ξαναγίνει «μόδα», ενσωματώνοντας τώρα πια τόσο την άφθονη έρευνα που έχει επενδυθεί σε αυτήν όσο και το τεράστιο άνεργο δυναμικό (συχνά υψηλού μορφωτικού επιπέδου) που διαθέτει η χώρα.
Μιχάλης Μοδινός
περιβαλλοντολόγος συγγραφέας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου