Σε όλη τη χώρα έβρεχε ακατάπαυστα. Πανελλαδικός κατακλυσμός. Δεν ήταν μπόρα της στιγμής, καταιγίδα ωρών, ή ημερών. Πάνω από την Ελλάδα είχαν ανοίξει οι ουρανοί και έβρεχε δίχως τέλος τα τελευταία τριανταπέντε χρόνια.
Στους δρόμους είχαν σχηματισθεί «χείμαρροι διαφθοράς» που παρέσυραν τα πάντα στο πέρασμά τους και ξερίζωναν τα δέντρα της αξιοκρατίας και της πίστης του λαού σε ένα κράτος δικαίου. Τα περισσότερα σπίτια είχαν πλημμυρίσει ανεργία και το τοπίο είχε σκεπάσει η πηχτή ομίχλη των εξεταστικών επιτροπών, η οποία θόλωνε την αλήθεια στο βάθος του ορίζοντα. Η αβεβαιότητα είχε ρίξει αισθητά τη θερμοκρασία και φύσαγε ένας άνεμος αυστηρός, ευρωπαϊκός, της επιτήρησης.
Ο κόσμος έτρεχε να σωθεί. Κινδύνευαν όλοι και τρέχαν όλοι. Το ίδιο και εσύ. Όλοι με κατεύθυνση την Κιβωτό. «Τελευταίας» και «Ευκαιρίας» γωνία, έστριψες και τη βρήκες μπροστά σου. Η Κιβωτός δεν ήταν ένα τεράστιο ξύλινο καράβι που όμοιό του δεν είχες ξαναδεί. Όχι. Στο κατάρτι της δεν είχε σημαία από το ένα ή το άλλο πολιτικό κόμμα. Όχι. Δεν χρησιμοποιούσε για καύσιμο το αποτέλεσμα αυτής, της προηγούμενης ή της επόμενης εκλογικής αναμέτρησης. Όχι. Ήταν απλά μια σανίδα σωτηρίας, που στα μάτια του καθ’ ενός έπαιρνε άλλη διάσταση, είχε άλλη υφή και άλλο χρώμα.
Για αυτούς που χρόνια τώρα χόρευαν το χορό αυτής της βροχής, αυτούς που χρόνια είχαν την τύχη της χώρας στα χέρια τους, η Κιβωτός ήταν η ευκαιρία να επιβιώσουν του συστήματος που οι ίδιοι δημιούργησαν. Έτσι υιοθέτησαν την τακτική που χάραξε ο Μανωλιός και «αλλάξανε» βάζοντας τα ρούχα αλλιώς! Όσοι από αυτούς ξεκίνησαν με όραμα, αλλά αφού μπήκαν στο χορό χορέψαν, βλέπαν σαν Κιβωτό την ψευτοεπανάσταση που είχανε στήσει τώρα μπροστά στο φιλοθεάμον κοινό.
Παραταγμένοι απέναντι από την Κιβωτό και οι πολίτες. Στα μάτια των λίγων, αυτών με τα χρυσά κουτάλια, η Κιβωτός έπαιρνε τη μορφή ενός νέου παιχνιδιού εξουσίας με πολλαπλά ωφέλη. Στα μάτια των πολλών, που απλά πορεύτηκαν με το σύστημα, εξαρτημένοι από αυτό - άλλοι πολύ, άλλοι λίγο - η Κιβωτός είχε δύο όψεις. Στην πιό «ηρωϊκή», σηματοδοτούσε την ανατροπή αυτής της κατάστασης, δυστυχώς όμως προς όφελος πάλι του ατόμου και όχι της κοινωνίας. Στη «συμβατική» όψη, που επικρατούσε, οι περισσότεροι θα ήταν ικανοποιημένοι να συνεχίζανε τουλάχιστον να τρώνε τα ίδια ψίχουλα, τα αποφάγια του συστήματος.
Λίγο πιο πέρα οι υπόλοιποι. Οι ελάχιστοι. Αυτοί που θέλησαν να πορευτούν με το σταυρό στο χέρι, αλλά το σύστημα τους φόρτωσε σταυρό στην πλάτη, βλέπαν σαν Κιβωτό την όποια ελπίδα. Πάλι θα πορεύονταν με βάση τις πανανθρώπινες, αδιαμφισβήτητες αξίες της ζωής. Στο πλάι τους, κάποιοι μετανάστες ίσως να βλέπαν σαν Κιβωτό την κατανόηση πια των Ελλήνων, αυτών που μέσα από αυταπάτες είχαν ξεχάσει τι σημαίνει να ζεις δύσκολα και βλέπαν τώρα τα παιδιά τους να ξενιτεύονται, να μεταναστεύουν.
«Τα παιδιά τους», μονολόγησες και έψαξες γύρω σου για ανθρώπους νέους. Πουθενά. Αγχώθηκες. Σ’ έλουσε κρύος ιδρώτας. Έκλεισες σφιχτά τα μάτια και σκέφτηκες«Θεέ μου, δεν γίνεται να φύγανε όλοι». Άνοιξες τα μάτια και κοίταξες την Κιβωτό σου. Oι νέοι ήταν εκεί. Έτοιμοι να διορθώσουν τα λάθη των γονέων τους. Τουλάχιστον να μην τα επαναλάβουν.
Πιασμένοι χέρι – χέρι να σταματάνε τη βροχή...να σχηματίζουν ένα τέραστιο ουράνιο τόξο, απο τη μία άκρη της χώρας εώς την άλλη.
Του Δημήτρη Φιλίππου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου