Σάββατο 12 Νοεμβρίου 2016

Δικαστικός «κόφτης» στο νόμο Κατσέλη

«Καρότο και μαστίγιο» επιφυλάσσει η Δικαιοσύνη σε υπερχρεωμένα νοικοκυριά, λειτουργώντας ακόμα και υπερπροστατευτικά απέναντι σε καλόπιστους δανειολήπτες που επλήγησαν ανεπανόρθωτα από την οικονομική κρίση, αλλά και αφήνοντας απροστάτευτους όσους
βρέθηκαν δολίως σε αδυναμία πληρωμής των χρεών τους υπερδανειζόμενοι, διάγοντας πολυτελή ζωή ή εντελώς εκτός ορίων του επιπέδου των εισοδημάτων και της περιουσίας τους.

Η υπαγωγή των υπερχρεωμένων νοικοκυριών στις προστατευτικές διατάξεις του «Νόμου Κατσέλη» έχει πολλές φορές διχάσει τη νομολογία των δικαστηρίων, καθώς συχνά αντιμετωπίζουν υποθέσεις που εμφανίζουν και χαοτικές διαφορές μεταξύ τους όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά που καλούνται να συνεκτιμήσουν, προκειμένου να παράσχουν στους δανειολήπτες την αξιούμενη προστασία.

Από τη μία μεριά με αποφάσεις-ανάσα η Δικαιοσύνη περιορίζει σημαντικά την υποχρέωση καταβολής ποσών, φτάνοντας ακόμα και σε μηδενικές καταβολές για υπερχρεωμένα νοικοκυριά που έχουν περιέλθει χωρίς δική τους ευθύνη σε τραγική οικονομική κατάσταση, εξαιτίας των γνωστών περικοπών που έφερε η οικονομική κρίση, ενώ παράλληλα προφυλάσσει την κύρια κατοικία τους από τον κίνδυνο να βγει αμέσως «στο σφυρί», διασώζοντάς την έναντι περιορισμένου τιμήματος, που προσδιορίζεται συνήθως με μικρές δόσεις, σε βάθος χρόνου και έπειτα από κάποια περίοδο χάριτος.

Από την άλλη επιφυλάσσει όμως και αποφάσεις-θηλιά για πολλούς, εφόσον φέρουν ευθύνη για την αδυναμία πληρωμής στην οποία περιήλθαν και στους οποίους αρνείται την υπαγωγή στον «Νόμο Κατσέλη» όχι μόνο γιατί λειτούργησαν δολίως (π.χ. παραπλανώντας με πλαστά και ψευδή στοιχεία ή αποκρύπτοντας άλλα για να πετύχουν τον δανεισμό) αλλά και γιατί υπερδανείστηκαν σε βαθμό αλόγιστο, κατασπαταλώντας περιουσιακά στοιχεία, ζώντας πολύ πέραν των ορίων που τους επέτρεπε η περιουσιακή τους κατάσταση.

Κρίθηκε δηλαδή ότι η προστασία τέτοιων περιπτώσεων, με πιθανώς χαριστική άφεση του χρέους, θα οδηγούσε σε σημαντικές αδικίες σε βάρος όσων έχουν δανειστεί και αγωνίζονται για να είναι συνεπείς στις υποχρεώσεις τους, ενώ μια γενικευμένη πρακτική αθέτησης των συμβατικών υποχρεώσεων -τονίζουν οι αποφάσεις αυτές- θα είχε δραματικές επιπτώσεις στην οικονομία, την ανάπτυξη και την απασχόληση.

Στο ζήτημα της δόλιας αδυναμίας πληρωμής υπάρχει μάλιστα τον τελευταίο καιρό μια μεταστροφή της νομολογίας προς το αυστηρότερο, αφού έχει μπει «στο μικροσκόπιο» των δικαστηρίων και το ζήτημα του «ενδεχόμενου δόλου», που μπορεί να αποκλείει την προστασία του «Νόμου Κατσέλη» σε όσους είχαν προβλέψει από την αρχή ότι ήταν αδύνατο να ξεπληρώσουν τις οφειλές τους, αλλά παρ’ όλα αυτά συνέχισαν απτόητοι τον υπερδανεισμό (με στεγαστικά, καταναλωτικά δάνεια, πιστωτικές κάρτες) ακόμα και σε περίοδο οικονομικής κρίσης, χωρίς να φροντίσουν να διατηρήσουν τα περιουσιακά τους στοιχεία, αλλά κάνοντας σπατάλες.

Ευθύνη

Παράλληλα οι δικαστικές αποφάσεις δεν αφήνουν στο απυρόβλητο και τους δανειστές, αφού συχνά καταλογίζουν ευθύνη στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, εξαιτίας της επιθετικής πολιτικής τους και των υψηλών επιτοκίων δανεισμού, ενώ άλλοτε ζητούν άσκηση δίωξης επειδή δεν φρόντισαν να ελέγξουν προηγουμένως την αφερεγγυότητα κάποιων δανειζομένων, την αδυναμία τους να καλύψουν με επαρκείς εμπράγματες ασφάλειες (υποθήκες κ.λπ.) το χρέος.

Ταυτόχρονα εκκρεμούν σε Ειρηνοδικεία και Πρωτοδικεία της χώρας δεκάδες χιλιάδες αιτήσεις υπαγωγής στον Ν. 3869/10 ύστερα από επανυποβολή των σχετικών στοιχείων και δικαιολογητικών επικαιροποιημένων και πάρα πολλές οικογένειες ζουν με την αγωνία μιας δικαστικής κρίσης για τη διάσωση της κύριας κατοικίας και άλλων περιουσιακών στοιχείων, για την ευνοϊκή ή μη ρύθμιση των χρεών τους με μακρόπνοες δόσεις, εν όψει και των αμφιταλαντεύσεων της νομολογίας.

Στην πλειονότητά τους οι αποφάσεις έχουν προστατεύσει χιλιάδες υπερχρεωμένα νοικοκυριά, αποδεχόμενα αιτήματα για υπαγωγή τους στον «Νόμο Κατσέλη» και στη ρύθμιση των χρεών με ευνοϊκό τρόπο, εμποδίζοντας ταυτόχρονα την εκποίηση της πρώτης κατοικίας και άλλων περιουσιακών στοιχείων.

Σε πολλές δικαστικές αποφάσεις γίνεται δεκτό ότι για την αυξανόμενη υπερχρέωση των νοικοκυριών και την περιέλευσή τους σε αδυναμία πληρωμής ευθύνονται η εισοδηματική στενότητα, οι επιθετικές πρακτικές στην προώθηση των πιστώσεων, τα υψηλά επιτόκια καταναλωτικής πίστης, οι ατυχείς προγραμματισμοί, απρόβλεπτα γεγονότα στη ζωή των δανειοληπτών, όπως οι μεγάλες μισθολογικές-συνταξιοδοτικές περικοπές, η απώλεια εργασίας, κ.λπ., που οδήγησαν σε αλυσιδωτά καταστροφικές συνέπειες.

Με την ίδια νομολογία απορρίφθηκαν πολλές φορές οι ενστάσεις τραπεζών και άλλων φορέων που επιχείρησαν να μετακυλήσουν στους υπερχρεωμένους δανειολήπτες την υπαιτιότητα για την περιέλευσή τους σε κατάσταση μόνιμης αδυναμίας πληρωμής.

Σε αυτές τις περιπτώσεις γίνεται δεκτό ότι η υπαιτιότητα (και συνακόλουθα η απόρριψη υπαγωγής τους στον Ν. 3869) μπορεί να θεμελιωθεί μόνο εάν αποδειχθεί ότι ενήργησαν δολίως εξαπατώντας τα τραπεζικά όργανα με ψευδή, πλαστά ή παραπλανητικά στοιχεία για την κατάστασή τους, τις αμοιβές, την περιουσία τους.

Σωρεία τέτοιων αποφάσεων έχει επίσης δεχθεί ότι στη διάσωση της κύριας κατοικίας από τον κίνδυνο εκποίησης μπορεί να συμπεριληφθεί και το οικόπεδο επί του οποίου ανεγείρεται, καθώς και η αποθήκη και το γκαράζ που τη συνοδεύουν.

Παράλληλα έχει δεχθεί ότι, προς ικανοποίηση των δανειστών, δεν χρειάζεται να «βγουν στο σφυρί» και άλλα περιουσιακά στοιχεία, εάν έχουν μικρή αγοραστική αξία (π.χ. μικρά ή υποβαθμισμένα οικόπεδα-διαμερίσματα) ή θεωρούνται απολύτως αναγκαία για τον οφειλέτη, όπως π.χ. το περιορισμένης αξίας αυτοκίνητο-εργαλείο για την εργασία του ή που του είναι απολύτως απαραίτητο για τη μετάβαση στην εργασία, ανάλογα με τον τόπο διαμονής του. Αντίστοιχες αποφάσεις προστάτευσαν αποτελεσματικά ανέργους και όσους περιήλθαν σε κατάσταση απελπιστική από οικονομικής πλευράς, δίνοντας εντολή για μηδενικές καταβολές για μεγάλο χρονικό διάστημα, όσο βρίσκονται σε καθεστώς ανεργίας ή εξαθλίωσης.

Επίσης η νομολογία δέχθηκε ότι η ρύθμιση δόσεων για τον υπαγόμενο στον Ν. 3869 μπορεί να γίνει ευνοϊκότερη εάν περιέλθει αιφνιδίως σε δυσμενέστερη περιουσιακή κατάσταση, π.χ. νέες περικοπές αποδοχών.

Η τιμωρία του υπερδανεισμού

Εκ διαμέτρου αντίθετες είναι άλλες αποφάσεις Ειρηνοδικείων που άφησαν απροστάτευτους υπερχρεωμένους δανειολήπτες γιατί έκριναν ότι ενήργησαν με αλόγιστο και δόλιο τρόπο υπερδανειζόμενοι, γνωρίζοντας ότι αδυνατούσαν να ξεχρεώσουν.

Η νομολογία αυτή αφήνει εκτός προστασίας τον δανειολήπτη που καρπώνεται οφέλη από την υπερχρέωσή του αποκτώντας κινητά ή ακίνητα, ενώ γνωρίζει κατά την ανάληψη των χρεών ότι είναι αμφίβολη η εξυπηρέτησή τους λόγω των περιορισμένων εισοδημάτων και των αναγκών του ή όταν με ευθύνη του οδηγείται σε αδυναμία πληρωμής μετά την ανάληψη του δανείου, γιατί δεν φροντίζει τη σωστή διαχείριση ή διατήρηση της περιουσίας του, γιατί την κατασπαταλά για είδη πολυτελή, σε τυχερά παιχνίδια, χαρτοπαιξία, σε άσωτη ζωή κ.λπ. Οι αποφάσεις ξεκαθαρίζουν ότι δεν μπορεί να επιβραβεύεται ο απερίσκεπτος υπερδανεισμός με περιορισμένο εισόδημα που συνεχίζεται και εν μέσω κρίσης, με την ελπίδα ότι, όταν έλθουν τα δύσκολα, κάποιος τρίτος θα βρεθεί να πληρώσει και να τον σώσει. Σε μία περίπτωση δικαστήριο στη Βόρεια Ελλάδα αρνήθηκε να εντάξει στον Ν. 3869 ζευγάρι που ανέλαβε συνολικά 84 δανειακά προϊόντα (στεγαστικά, καταναλωτικά, πιστωτικές κάρτες, ακόμα και ως εγγυητές) από εννέα τραπεζικούς φορείς, φτάνοντας σε δυσθεώρητα χρέη 1,8 εκατ. ευρώ! Το δικαστήριο έκρινε ότι υπερέβησαν το μέτρο και τη σύνεση του μέσου καταναλωτή, διαπιστώνοντας ότι παρά τα τεράστια «ανοίγματά» τους συνέχιζαν να αναζητούν είδη πολυτελείας ακόμα και σε μακρινά ταξίδια.

Πηγή: «Εθνος» – Ρεπορτάζ: Αλέξανδρος Αυλωνίτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...